-
1 προσάγω
προσάγω [ᾰ], [tense] aor. 2 προσήγᾰγον: for [tense] aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense), Th.4.115: once [full] ποσάγω (q.v.):—A bring to or upon,τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446
, cf. E. Med. 993 (lyr.);π. δῶρά τινι h.Ap. 272
;ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69
;θυσίας τινί Hdt.3.24
; ;τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg. 799b
;ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27
;ποταγόντω.. τὰ ἱερεῖα.. ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010
([place name] Chalcedon);π. πάντα ἱκανά
furnish, supply,X.
Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1;λίθους PCair.Zen.34.13
(iii B. C.).2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food,ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89
; cf.προσαγωγή 11.5
.3 bring to, move towards, apply,τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68
; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys. 893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph. 1386;π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39
;πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA 587a27
: esp. of medical applications,ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130
;προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125
: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol. 1337b41
;παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a
.4 of meats, etc., set before,βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4
, cf. Plu.2.126a, etc.6 in military sense, bring up for the attack, move on towards,π. πύλαις λόχον E.Ph. 1104
;τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64
;τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23
; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43
; v. infr. 11: so alsoπ. μηχανὰς πόλει Th.2.76
, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc.7 metaph.,π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68
, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., [voice] Pass.), etc.;τὰς ἀνάγκας Th.1.99
;συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98
; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med. 859 (lyr.); γράψας.. τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.);πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23
;π. ἡδονάς Pl.Lg. 798e
.8 bring to or before,τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12
, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce,πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61
;πρὸς τὴν βουλήν And.1.111
, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213;πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12
; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc.b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι.. introduce the statement.., Arist.Cael. 304a13;π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol. 1336a24
; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24
(iii B. C.); have been introduced,Arist.
Metaph. 1074b4.9 bring hither, lead on,τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph. 236
;ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27
:—[voice] Pass.,οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48
; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7.10 [voice] Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat.,εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77
: abs.,προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63
; cf. B.1.11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 ([voice] Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; (iii A. D.).12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc.13 debit a person with an amount, charge it to him,συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28
, cf. 326.16 (iii B. C.).II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22;πρός τινας LXX 3 Ki.18.21
; esp. in a hostile sense, advance against, attack,π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9
, etc.;κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4
;δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a
;ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9
; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε ([dialect] Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.).3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 ( πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 ( ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree).B [voice] Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side,σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172
;ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25
, cf. Th.1.99;τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr. 226
;ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43
; ;τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80
;θεραπείαις Id.3.22
; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5
;συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9
;τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82
; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9.3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν.. ἡμᾶς.. προσήγετο put us upon considering, S.OT 131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε .. will induce her to suffer thee.., E. Ion 659.3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA 523b31, cf. 526a28, PA 685b10.4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4.5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάγω
-
2 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
3 στόμαχος
A throat, gullet,ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292
, cf. 19.266; ; = οἰσοφάγος, Arist.HA 495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22.2 neck of the bladder,τῆς κύστιος Hp.
Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217;τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36
.3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ ς. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus.4 anger,γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3
;ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμαχος
-
4 ὑπτιάζω
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204.II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132.2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.;πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9
; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style,τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1
.B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf.ὕπτιος 11
) LXXJb.11.13:—[voice] Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph. 822; lying on their backs,J.
BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6.2 [voice] Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11.3 upset,ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593
; relax, [ τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461.II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπτιάζω
-
5 εχω
(impf. εἶχον; fut. ἕξω и σχήσω; aor. 2 ἔσχον, imper. σχές, conjct. σχῶ, opt. σχοίην, inf. σχεῖν, part. σχών; pf. ἔσχηκα; ppf. ἐσχήκειν; pass.: praes. ἔχομαι, impf. εἰχόμην, fut. σχεθήσομαι, aor. ἐσχέθην, pf. ἔσήμαι)1) держать, нести(πεμπώβολα χερσίν, τόξον ἐν χειρί, στεροπέν μετὰ χερσίν Hom.; αἰχμήν Aesch.; διὰ χειρός τι и τινὰ ἐπ΄ ὤμων Soph.; μετὰ χεῖράς τι Thuc.)
οὐχ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως ἔ. Soph. — не желать подчиниться ярму2) med. держатьсяἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς ἔ. Her. — держаться на острие бритвы, т.е. «на волоске»
3) med. держать или нести на себе(οὐρανόν Hes.)
ἀσπίδα πρόσθε σχόμενος Hom. — выставив вперед свой щит4) med. держаться, выдерживать5) брать, хватать, держать(τινὰ χειρός или ποδός Hom.; τινὰ μέσον Arph.)
Ζῆν΄ ἔχων ἐπώμοτον Soph. — беря Зевса в свидетели (моей клятвы);pass. — быть схваченным, захваченным или охваченным, перен. находиться во власти:ζῶντες ἐχόμενοι Thuc. — захваченные живьем;ἐχομένων τῶν Ἀφιδνῶν Plut. — так как Афидны были захвачены (противником);τὸ ὄρος ἐχόμενον Xen. — занятая (войсками) гора;ἔ. ἄλγεσι Hom. — страдать;λύπῃ σχεθείς Plut. — охваченный скорбью;ἔ. κωκυτῷ καὴ οἰμωγῆ Hom. — предаваться воплям и жалобам;ἔ. ἐν ξυμφοραῖς Plat. — быть в беде;ἔ. ὀργῇ — быть в гневе;ἔ. ὑπὸ ἐπιθυμίας Plat. — быть одержимым страстью6) med. держаться, хвататься, цепляться(πέτρης Hom.; ὅπως κισσὸς δρυός Eur.; πείσματος Plat.; χλαμύδος Luc.)
ταύτης ἐχόμενος τές προφάσιος Her. — ухватившись за этот предлог7) med. браться, приниматься, предпринимать(ἔργου Pind., Plut.; πολέμου Thuc., Plut.)
ἔ. τῶν ἀθίκτων Soph. — прикасаться к неприкосновенному;μαντικῆς τέχνης ἔ. Soph. — быть причастным к искусству прорицания8) тж. med. держаться, придерживаться(δόξης τινὸς περί τινος, med. ἀληθείας Plat.; med. γνώμης τινός и λόγου τινός Thuc.)
ἔχεσθαι ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Xen. — держаться как можно ближе к повозкам9) med. ( непосредственно) соприкасаться, быть тесно связанным, примыкатьὄρος ἐχόμενον τῆς Ῥοδόπης Thuc. — гора, смежная с Родопой;ἥ ἐχομένη νῆσος Isocr. — соседний остров;οἱ ἐχόμενοι Her. — сопредельные народы, ближайшие соседи;τοῦ ἐχομένου ἔτους Thuc. — в следующем году;τὰ τῶν σιτίων ἐχόμενα Her. — то, что относится к продовольствию;ἐν τοῖς ἐχομένοις Arst. — в последующем изложении;οἱ τῶν εἰκότων ἐχόμενοι Plut. — те, чей рассказ более правдоподобен10) (об одежде, снаряжении и т.п.) иметь на себе, носить(κυνέην κεφαλῇ, παρδαλέην ὤμοισιν, σὰκος ὤμῳ, εἷμα ἀμφ΄ ὤμοισι, ἵπποι ζυγὸν ἀμφὴς ἔχοντες Hom.; στολέν ἀμφὴ σῶμα Eur.; τὰ ὅπλα Arst.; συκῆ ἔχουσα φύλλα NT.)
ἔχοντες τοὺς χιτῶνας Xen. — одетые в хитоны11) иметь, владеть, обладать(κραδίην καὴ θυμόν Hom.; τὰν βελέων ἀλκὰν χεροῖν Soph.; τέν γῆν Thuc.; ἐπιστήμην Xen., Plat.; τὰ ἐπιτήδεια Arst.; εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω NT.)
Δία οὐκ ἔχε ὕπνος Hom. — Зевсом сон не владел, т.е. Зевс не спал;φόβος μ΄ ἔχει Aesch. — страх объемлет меня;οἶνος ἔχει φρένας Hom. — вино туманит рассудок;σῇσιν ἔχε φρεσί Hom. — сохрани в своей памяти;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. — это - владения Бромия;θῇρες, οὓς ὅδ΄ ἔχει χῶρος Soph. — животные, населяющие этот край;ἔχων τοὺς ἱππεῖς ἐπηκολούθει Xen. — (Крез) с конницей следовал позади;ὅ ἔχων Soph., Eur., Xen.; — имущий, богатый;οἱ οὐκ ἔχοντες Eur. — неимущие, бедные;τὸ μη ἔ. Eur. — бедность;κούρην Πριάμοιο ἔ. Hom. — быть женатым на дочери Приама;ἔχεθ΄ Ἕκτορι Hom. — она была замужем за Гектором;ἐν δεξιᾷ ἔ. Thuc. — иметь справа (от себя);τινὰ ὕστατον ἔ. Xen. — иметь, т.е. поставить кого-л. в арьергарде;γῆρας ἔχυιν или ὃν γῆρας ἔχει Hom. — старый;ἥβην ἔ. Plat. — быть юношей;ἐπεὴ ἔχοιεν τέν ἡλικίαν, ἣν σὺ ἔχεις Xen. — по достижении ими твоего возраста;ἔ. φθόνον παρά τινι Plut. — возбуждать в ком-л. зависть;ἔγκλημα ἔ. τινί Soph. — иметь жалобу на кого-л.;λόγον ἔ. Plat. — иметь (разумный) смысл;τιμην ἔ. παρὰ πᾶσιν Plut. — быть уважаемым всеми;φύσιν ἔχει Plat. — (это) естественно, в порядке вещей;ἀγνοία μ΄ ἔχει Soph. — я в неведении, не знаю;πόλιν κίνδυνος ἔσχε Eur. — над городом нависла опасность;λιμὸς ἔχει Aesch. — голод терзает;ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. — страдать бессонницей;ἐν νοσήμασιν ἐχόμενοι Plat. — больные;ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. — пока я жив(а);δι΄ αἰτίας Thuc. и ἐν αἰτίᾳ ἔ. τινά Her., Thuc.; — обвинять кого-л.;ἔπαινον ἔ. Arst. — быть хвалимым12) держать или нести на себе, поддерживать, подпирать(κίονες γαῖάν τε καὴ οὐρανὸν ἀμφὴς ἔχουσιν Hom.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.)
13) держать, поднимать(ὑψοῦ κάρη Hom.)
14) (тж. ἐν γαστρὴ ἔ. Her., NT.) носить во чреве, быть беременной(ἥ γυνέ ἔχουσα Her.)
ἥ ἔχουσα Arst. = ἥ μήτηρ15) ( о месте) занимать, находитьсяἔ. τὸ κέρας ἄκρον Thuc. — находиться на крайнем фланге;
οὖδας ἔχοντες Hom. — распростертые по полу (тела);ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν Soph. — ты стоишь на земле, которую нельзя топтать (т.е. священной)16) обитать, населять(οὐρανόν Hom.; Ὀλύμπια δώματα Hes.; χῶρον Aesch.; τὰ ὄρη Xen.)
οἱ κατὰ τέν Ἀσίαν ἔχοντες Xen. — те, кто населяет Азию;ἔ. ὀρέων κάρηνα Hom. — обитать на вершинах гор17) (тж. ἐντὸς ἔ. Hom.) содержать в себе, заключать, окружать(φρένες ἧπαρ ἔχουσι Hom.; ὅ χαλκὸς ἔχει τὸ εἶδος τοῦ ἀνδριάντος Arst.)
τοὺς ἄκρατος ἔχει νύξ Aesch. — их окутывает непроглядная ночь;18) владеть, иметь в своем распоряжении, управлять(Θήβας Eur.)
19) заботиться, печься, охранятьἔ. πατρώϊα ἔργα Hom. — возделывать отцовские поля;
ἔ. κῆπον Hom. — ухаживать за садом;ἔ. ἀγέλας Xen. — смотреть за стадами;φυλακὰς ἔ. Hom. — нести стражу;σκοπιέν ἔ. Hom., Her.; — вести наблюдение;δίκας ἔ. Dem. — вершить суд20) охранять, защищать(ἀλόχους καὴ τέκνα Hom.)
ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη Hom. — тело покрывали медные доспехи;πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι Hom. — небесные врата, которые стерегли Горы21) med. зависетьἐν θεοῖσιν ἔ. Hom. — зависеть от воли богов;
σέο ἕξεται Hom. — это будет зависеть от тебя22) сдерживать, скреплять, связывать23) сдерживать, удерживать(ἵππους, μῦθον σιγῇ Hom.; στόμα σιγᾷ Eur.)
εἶχε σιγῇ καὴ ἔφραζε οὐδενί Her. — (Эвений) хранил молчание и никому (ничего) не говорил;πᾶς ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μέ καταδῦναι Xen. — каждый бурдюк удержит двух человек от погружения, т.е. на поверхности воды24) задерживать, останавливать(ἕξουσιν ἅπαντας Ἀχαιοί Hom.)
οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον Hom. — у него кость не сдержала (брошенного камня), т.е. была разбита;χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος Her. — держа (за) руки Ахилла;ἔ. δάκρυον Hom. — сдерживать слезы;ἔχε αὐτοῦ (πόδα σόν) Eur., Dem.; — остановись;ὄμμα ἔ. Soph. — прятать взоры, т.е. уединяться, скрываться25) унимать, успокаивать(κῦμα, ὀδύνας Hom.)
26) (sc. ἑαυτόν) униматься, утихать, останавливаться, оставаться на местеοὐδέ οἱ ἔγχος ἔχε ἀτρέμας Hom. — копье (в руках) его не оставалось спокойным;
σχὲς οὗπερ εἶ Soph. — остановись, где находишься, т.е. не продолжай;σχές, μή με προλίπῃς Eur. — остановись, не покидай меня;εἰ δὲ βούλει, ἔχε ἠρέμα Plat. — подожди, пожалуйста;στῆ σχομένη Hom. — она остановилась27) med. воздерживаться, отказываться, прекращать(μάχης Hom., Plut.; τιμωρίης Her.)
σχέσθαι χέρα τινός Eur. — удержаться от нанесения удара кому-л.28) ощущать, испытывать, переживать(ἄλγεα Hom.; φθόνον Aesch.; θαῦμα Soph.; αἰσχύνην Eur.)
ἔ. πένθος (μετὰ) φρεσί Hom. — скорбеть душой;ἐν ὀρρωδίᾳ τι ἔ. Thuc. — испытывать страх перед чем-л.;κότον ἔ. Hom. и ὀργὰς ἔ. Aesch. — гневаться;εὔνοιάν τινι ἔ. Eur. — благоволить к кому-л.;μεριμνήματα ἔχων βαρέα Soph. — удрученный тяжелыми заботами;σπάνιν σχεῖν τοῦ βίου Soph. — испытывать недостаток в средствах к жизни;χρείαν ἔ. τινός Hom. — нуждаться в чем-л., не иметь чего-л.29) вызывать, возбуждать, причинять(πικρὰς ὠδῖνας Hom.; ἀγανάκτησιν Thuc.; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον Luc.; ἔλεον Plut.)
30) направлять, вести(ἵππους πεδίονδε Hom.; ἅρμα, δίφρον Hes.; τὰς νέας παρὰ τέν ἤπειρον Her.)
ἔ. πόδα ἔξω τινός Aesch., Eur. и ἔ. πόδα ἐκτός τινος Soph. — держаться в стороне от чего-л. или избавиться от чего-л.;31) (sc. ἑαυτόν, ἵππον и т.п.) направляться, отправляться(Πύλονδε Hom.; εἰς τέν Ἀργολίδα χώρην Her.)
κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom. — устремленные ввысь колонны;ἔκτοσθε ὀδόντες ὑὸς ἔχον Hom. — снаружи (шлема) вздымались клыки вепря;ἔγχος ἔσχε δι΄ ὤμου Hom. — копье впилось в плечо;αἱ ὁδοὴ αἱ ἐπὴ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι Her. — улицы (Вавилона), ведущие к реке32) предпринимать, производить, совершать(ἔρευνάν τινος Soph.)
φόρμιγγες βοέν ἔχον Hom. — форминги зазвучали;θήραν ἔ. Soph. — охотиться, перен. совершать погоню;λιτὰς ἔ. Soph. — умолять;δι΄ ἡσυχίας ἔ. Thuc. — поддерживать спокойствие;γόους ἔ. Soph. — издавать вопли;παρουσίαν ἔ. Soph. — (по)являться;μνήμην ἔ. Soph. — хранить воспоминание, помнить;συγγνώμην ἔ. Soph. — оказывать снисхождение, прощать;ἀμφί τι ἔ. Xen. — быть занятым чем-л.33) придвигать, приближать34) иметь возможность, быть в состоянии, мочь(ταῦτα σ΄ ἔχω μόνον προσειπεῖν Soph.)
οὐ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι Hom. — он не смог удержаться на ногах;ἐξ οἵων ἔχω Soph. — всеми доступными мне средствами, как могу;οὐκ ἔχω τί φῶ Aesch., Soph.; — мне нечего сказать;ὅ τι ἄριστον ἔχετε Xen. — так хорошо, как только (с)можете;οὐκ ἂν ἄλλως ἔχοι Dem. — иначе было бы невозможно35) знать, видеть, понимать(οὐκ ἔχων ὅ τι χρέ λέγειν Xen.; τέχνην τινά Hes., Eur., Her., Plat.)
οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες Xen. — мастера;ἵππων δμῆσιν ἐχέμεν Hom. — владеть искусством объездки лошадей;ἔ. σωτηρίαν τινά Eur. — знать какое-л. средство спасения;ἔχεις τι ; Soph. — тебе что-л. известно?36) получать, приобретать(γνώμην δίκαιαν, στέφανον εὐκλείας Soph.)
37) относиться, быть (так или иначе) расположенным(τινί Arst., Dem., πρός τι Plat. и πρός τινα Plut.)
ἕξω ὡς λίθος Hom. — я буду тверд(а) как камень;τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὴ Ὅμηρον ἔχοντα Her. — (данные), относящиеся к Гесиоду и Гомеру;ἔχθρα ἔχουσα ἐς Ἀθηναίους Her. — вражда (эгинян) к афинянам;ἐπί τινι ἔ. Her. — действовать против кого-л.38) рассматривать, считать (чем-л.), признаватьὈρφέα ἄνακτα ἔ. Eur. — считать Орфея (своим) учителем;
ἐν αἰτίῃ ἔ. τινα Her. — считать кого-л. виновным;ἐν αἰσχύναις ἔ. τι Eur. — считать что-л. постыдным;ἐν ἡδονῇ ἔ. τι Thuc. — находить удовольствие в чем-л.εὖ ἔ. Hom. и χαλῶς ἔ. Soph., Plat.; — быть в порядке, прекрасно обстоять, процветать;
εὖ σώματος ἔ. Plat. — чувствовать себя хорошо, быть здоровым;οἰκείως ἔ. Dem. — благоприятствовать;ἀκινούνως ἔ. Dem. — находиться в безопасности;τὰ μέλλοντα καλῶς ἔχει Dem. — виды на будущее благоприятны;πάντα ἔχει ὡς δεῖ Dem. — все обстоит так, как следует;ἐναντίως ἔχει Dem. — происходит наоборот;εἰ οὖν οὕτως ἔχει Xen. — если дело обстоит так;ἔχει μὲν οὕτως Arph. — так оно и есть, это верно;ὡς ποδῶν εἶχε Her. — со всех ног, во всю прыть;ὡς τάχους εἶχε Her., Thuc.; — с величайшей скоростью;ὡς οὕτως ( или ὡς ὧδε) ἐχόντων Her. и οὕτω ἐχόντων Xen. (лат. quae cum ita sint или se habeant) — при таком положении вещей, ввиду этого;χαλεπῶς ἔ. ὑπὸ τραυμάτων Plut. — тяжело страдать от ран;κατεκλίθη, ὥσπερ εἶχε, χαμαί Xen. — (он) лег, как был (пышно одетый), на землю;ὥς τις μνήμης ἔχοι Thuc. — насколько кому позволяет память;μετρίως ἔ. πρός τι Xen. — быть умеренным в чем-л.;ἀκρατῶς ἔ. πρός τι Plat. — неумеренно предаваться чему-л.;ἀναγκαῖως ἡμῖν ἔχει Her. — нам необходимо, мы должны40) imper. ἔχε (= ἄγε См. αγε) ну!, ну-ка!ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. — так скажи же мне;
ἔχ΄ ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας Arph. — давай, вычисти-ка столы41) с part. aor. (реже с part. pf. или praes.) другого глагола в описат. оборотах или для выражения длительностиἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. — ты запретил мне доступ к обеим (войне и охоте);
λέγεται ὅ Ζεὺς τῆς Ἥρας ἐρασθεὴς ἔ. Plat. — Зевс, говорят, влюблен в Геру;οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει Soph. — (все), что (Креонт) замыслил против меня;ὃν εἶχον ἐκβεβληκότες Soph. — (тот), кого они покинули;ἤιε (= атт. ᾔει) ἔχων ταῦτα ἐς τὰς Σάρδις Her. — он отправился с этим в Сарды;ἵπποι, οὓς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν Hom. — кони, которых сам (Приам) вырастил;ληρεῖς ἔχων Arph. — ты шутишь;τί δῆτα ἔχων στρέφει ; Plat. — отчего же ты увертываешься (от прямого ответа)?;οὐ μέ φλυαρήσεις ἔχων Arph. — не дурачься;ὡς οὐδὲν εἴη ἀσφαλέως ἔχον Her. — (Кир подумал), что нет ничего прочного;ἐστὴν ἀναγκαίως ἔχον Aesch. — необходимо;τὸ νῦν ἔχον Luc. — теперь, ныне;τὸν θανόντα πατέρα καταστένουσ΄ ἔχεις Eur. — ты оплакиваешь умершего отца -
6 ἜΧω
ἜΧω (vgl. ὄχος, vehi, u. s. Savelsberg diss. inaug. quaest. lezic. de radicibus graecis, der die Wurzel FΕΧ nachweis't); ἔχεισϑα, Theogn. 1316; conj. ἔχῃσϑα, Il. 19, 180; imperf. εἶχον, ep. ἔχον, alexandrinisch εἴχοσαν, = εἶχον, Posidipp. 6 (V, 209); ἔχεσκον, Hom. u. Her. 6, 12; fut. ἕξω, med. ἕξομαι, Soph. O. R. 891, u. σχήσω, bes. in der Bdtg halten, bei Hom. häufiger als ἕξω, bei den Tragikern seltener als dieses, Aesch. Eum. 662 Pers. 732 Soph. El. 216 Ai. 669 Eur. I. A. 1365; die Form σχήσῃσϑα H. h. Cer. 367, auch σχήσεισϑα geschrieben, entspricht dem conj. aor. δεσπόσσῃς; – tut. med. σχήσομαι, Ar. Av. 1335; aor. ἔσχον (nie ohne Augm.), alexandrinisch auch ἔσχα, Inscr. 1030, inf. σχεῖν, ep. σχέμεν, conj. σχῶ, opt. σχοίην, imperat. σχές, Soph. El. 1013, u. σχέ, orac. bei Schol. Eur. Phoen. 641, l. d. (vgl. παρέχω); med. ἐσχόμην, σχέσϑαι, σχέτο, Il. 7, 248. 21, 345, sonst immer mit dem Augm.; perf. ἔσχηκα (ὄχωκα nur in Zusammensetzungen erhalten, wie συνοχωκότε, s. συνέχω) u. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέϑην. Vgl. noch Giese Aeol. Dial. S. 245 ff, S. auch ἴσχω, σχέϑω, und die Composita; – 11 halten, haben, u. zwar zunächst – al sassen, tragen, was die Alten durch βαστάζω, φέρω erklären, πεμπώβολα χερσίν Il. 1, 463, σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ' ἔχον 18, 105, ἔχε δὲ στεροπὴν μετὰ χερσίν 11, 484; ἐν χερσὶν βόμβυκας Aesch. frg. 51; οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν βελέων ἀλκάν Soph. Phil. 1135; übertr., ἐν χειρὶ τῇ σῇ πάντ' ἔχεις Eur. El. 610, s. unten 5); – ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων Soph. frg. Laoc. 3, 2, wie τὸ δῶρον ἀμφὶ φαιδίμοις ἔχων ὤμοις Niptr. 5, 4; so von Kleidern u. Waffen, εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il. 18, 538; auch παρδαλέην ὤμοισιν ἔχων, 3, 17; ἐπὶ τὸν ὦμον, Xen. An. 6, 3, 25; στολὴν ἀμφὶ σῶμα, Eur. Hel. 561; χιτῶνας Xen. An. 1, 5, 8; τρίβωνας Dem. 54, 34; πρόσϑεν δ' ἔχεν ἀσπίδα Il. 13, 157; von Pferden ζυγὸν ἀμ φὶς ἔχοντες Od. 3, 486; αἰχμήν, σάκος, Aesch. Spt. 511. 624 u. sonst; ähnlich auch πολιὰς ἔχω (τρίχας), ich habe graue Haare, Aesch. 1, 49. – So ist auch Od. 1, 53 erklärt worden, wo von Atlas gesagt wird ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμ φὶς ἔχουσιν, er hält die Säulen u. tragt sie, die den Himmel u. die Erde von einander halten; vgl. Hes. Th. 517 Ἄτλας δ' οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει; οἱ κίονες τὰ ἐπικείμενα βάρη Arist. Metaphys. 4, 23. Aber in der Homerischen Stelle nimmt man ἔχει besser = er beaufsichtigt, hütet, wie Odyss. 4, 737 καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον. – Κάρη ὑψοῠ, hoch halten, Il. 6, 509. 16, 266; κάρη ὑπὲρ πασῶν, das Haupt über alle erheben, Od. 6, 107. Auch ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Her. 3, 32 u. Sp., von den Schwangeren gesagt, ist hierher zu ziehen, wofür γυνὴ ἔχουσα allein gesagt ist 5, 41; vgl. Arist. Polit. 7, 16. – bl halten, bes. festhalten; Il. 9, 209; χειρὸς ἔχων Μενέλαον, ihn bei der Hand haltend, 4, 154; 11, 488; Πάτροκλος ἑτέρωϑεν ἔχεν ποδός 16, 763; ὑπὸ ζυγῷ λόφον Soph. Ant. 292; λαβεῖν καὶ σχεῖν Plat. Theaet. 197 c; ἔχειν τινὰ μέσον, ihn in der Mitte des Leibes gefaßt halten, wie der Ringer, Ar. Nubb. 1047; im pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 546; Equ. 388; gefangen halten, τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφϑαρμένων, τῶν δὲ ζώντων ἐχομένων Thuc. 2, 5; so ἔχονται οἱ ἄνδρες Xen. An. 7, 3, 47. Aehnl. auch νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ϑεοῖσιν, sind in der Gewalt der Götter, Il. 7, 102. Anhalten, ἵππους 4, 302, zusammenhalten, σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219. – 2) In seiner Hand halten ist im Besitzhaben, besitzen, inne haben: – a) von Göttern, die einen Tempel, ein Land besitzen, als Schutzgottheiten darin walten, Aesch. Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χῶρον, Eum. 24 u. öfter; Soph. O. C. 40. 54 Tr. 199; ναούς Eur. Suppl. 2; οἱ τὴν πόλιν ἔχοντες ϑεοί Plat. Legg. IV, 717 a, wie bei Hom. οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι, Il. 5, 890, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, 21, 267 u. öfter. So auch Thuc. 2, 74 u. Sp., z. B. D. Sic. 20, 7. – bl von Menschen, eine Stadt od. ein Land inne haben, bewohnen, ἀνϑρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν Od. 6, 177; οἶκον 6, 183; von den Todten, οὖδας ἔχει, 23, 46, er nimmt den Boden ein, bedeckt ihn; οἳ γᾶς ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαιῶτιν ἔχουσι λίμναν Aesch. Prom. 417; ὁ τὰν Κρῖσαν βο υνόμον ἔχων ἀκτάν Soph. El. 175; Σαλαμῖνος βάϑρον Ai. 135; ähnlich ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, du stehst auf einem Platz, O. C. 37; Συρίαν Xen. Cyr. 8, 3, 24. Auch von Thieren, τὰ ὄρη ἔχουσιν Xen. Cyn. 5, 12. 24. – c) in Besitz haben als Herrscher; τὸ Κάδμου ἑπτάπυλον ἔχει κράτος Eur. Herc. Fur. 543; σκῆπτρα καὶ ϑρόνους Soph. O. C. 426; τυραννίδα Eur. Phoen. 485. – d) wie bei den Göttern u. den Herrschern der Begriff des Verwaltens u. der Fürsorge hervortritt, so ist ἔχειν κῆπον Od. 4, 737 = die Aufsicht über den Garten haben, ihn besorgen, vgl. oben; πατρώϊα ἔργα, das Land bestellen, 2, 22; πύλαι, ἃς ἔχον Ωραι Il. 5, 749, ἔχειν τὰς ἀγέλας Xen. Cyr. 7, 3, 7; vgl. Il. 24, 280 ἵππους αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλε, er pflegte sie u. zog sie auf; bei Dem. 47, 45 ist ἔχειν τὰς δίκας die Gerichte verwalten. – el allgemein vom Besitz, τἀγαϑὸν χεροῖν ἔχοντες Soph. Ai. 944, vgl. Dem. ἔστι γὰρ ἔχειν καὶ τὰ ἀλλότρια, καὶ οὐχ ἅπαντες οἱ ἔχοντες ἔχο υσι τὰ ἑαυτῶν, 7, 26, der Besitz ist nicht ihr Eigenthum; αὐτῷ ταὐτά σοι δίδωμι ἔχειν Eur. Hec. 1276; ὅπως καὶ ἔχοντές τι οἴκαδε ἀφίκοιντο Xen. An. 5, 9, 17, vgl. Cyr. 4, 1, 20, mit Beute; ὁ ἔχων τι, der Etwas hat, Her. 6, 22; οἱ ἔχοντες τὰς οὐσίας Xen. Hell. 5, 2, 7; absolut, ὁ ἔχων, der Reiche, Soph. Ai. 157; Eur. Alc. 58; Xen. An. 7, 3, 28; οἱ οὐκ ἔχοντες, die Armen, Eur. Suppl. 240; ὁ ἔχων neben πλουτῶν entggstzt den ἐν ταῖς ἐσχάταις ἀπορίαις ὄντες Dem. 45, 73. Aehnl. χρέα πολλῶν ταλάντων ἔτ' ἔχων, ausstehende Forderungen habend, Dem. 36, 41, vgl. 37, 12 αἰτιώμενοι πολλῷ πλείονος ἄξια ἔχειν ὧν ἐδεδώκειμεν χρημάτων, auch von Forderungen. Daher πλέον ἔχειν, Vortheil haben, μεῖον ἔχειν, den Kürzern ziehen, Xen. Cyr. 1, 6, 26. 7, 3, 35. – f) hierher gehört auch die Vbdg "zur Frau haben", οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην Od. 4, 569, ἄλοχον Il. 9, 336, vgl. 3, 53. 13, 173; pass., τοῦπερ δὴ ϑυγάτηρ ἔχεϑ' Ἕκτορι Il. 6, 398; auch in Prosa, Xen. Cyr. 1, 5, 4 u. sonst; auch von Geliebten, Thuc. 6, 54, wie der bekannte Ausspruch Aristipps in Beziehung auf die Lais: ἔχω, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Ath. XII, 244 d D. L. 2, 75. – g) bei sich haben, als Gast, οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην, was hast du da für einen Landstreicher, Od. 20, 377; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας Soph. O. R. 750; bes. vom Feldherrn, στρατὸν ἔχων Her. 7, 8, 4; τοὺς ὁπλίτας ἔχων, die Soldaten bei sich habend, Xen. u. A. oft, wo man das Particip einfacher durch mit übersetzen kann, selten mit der Präposition, τοὺς βελτίστους ἔχων μεϑ' ἑαυτοῦ Xen. Cyr. 1, 4, 17. Vgl. noch προϑύμως εἶχε ὑπακουούσας Xen. Cyr. 1, 6, 19, wie πειϑομένους αὐτοὺς πολὺν χρόνον οὐ δυνήσομαι ἔχειν, im Gehorsam erhalten, sie als gehorsame behalten, 7, 2, 11. – Aehnlich Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον, als einen Vereidigten, Zeugen, den Zeus für sich haben, Soph. Tr. 1178. – Zuweilen scheint es uns pleonastisch zu stehen, ἀναπτερώσας αὐτὴν οἴχεαι ἔχων ἐκκλέψας Her. 2, 115, du gehst mit ihr fort, u. so ἀπῆλϑεν ἔχων, er ging damit fort. – g) In Besitz nehmen, erlangen; π οῠ δύςοιστον ἕξομεν τροφάν Soph. O. C. 1684; στέφανον εὐκλείας Ai. 460; νίκης γέρας El. 677; so ist ἔσχε τὴν ἀρχήν zu fassen, Thuc. 6, 54 Xen. Cyr. 1, 5, 2 u. sonst; πρὶν ἔχεσϑαι τὰ ἄκρα, ehe sie eingenommen wurden, 3, 2, 12; Πύλου ἐχομένης Thuc. 4, 54; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aesch. Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ' ἔχουσι, Ag. 311. Bei Dem. 32, 14, τὴν ναῦν οἱ ἐπὶ τῇ νηῒ δεδανεικότες εὐϑέως εἶχον, ist es "in Beschlag nehmen"; τεύχε' ἔχονται, die Waffen werden festgehalten, sind geraubt, Il. 18, 197, wie ἔντεα μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται 18, 130. – h) inne haben, umgeben, φρένες ἧπαρ ἔχουσι Il. 9, 301, αἴϑρη ἔχει κορυφήν, Heitere umgiebt den Gipfel, Od. 12, 76; vgl. αἰεὶ δ' ὄμβρος ἔχει τεϑαλυῖά τ' ἐέρση 13, 245; τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ Aesch. Ch. 68. – il erhalten, retten, beschirmen; ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, ἔχες δ' ἀλόχους Il. 24, 729; τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη 22, 322. – 3) Worauf zu halten, wohin richten, wie ὀϊστὸν ἔχεν, er richtete den Pfeil, Il. 23, 871, denn den Bogen hält man auf den Gegenstand hin, den man treffen will. So χεῖράς τε καὶ ἔγχεα ἀντίον ἀλλήλων, sie richteten die Fäuste u. Schwerter gegen einander, 5, 569. Bes. von Pferden u. Schiffen, darauflos treiben, steuern, ἵππο υς, 3, 263. 5, 230. 240. 829. 841. 8, 139. 23, 423, νῆας, Od. 9, 279. 10, 91. 11, 70; παρὲξ ἔχε δίφρον Hes. Sc. 352; παρὰ τὴν ἤπειρον ἔχον τὰς νέας Her. 6, 95; mit Auslassung von ἵππους u. νῆας steht es scheinbar intr., Πύλονδ' ἔχον, ich hielt oder steuerte auf Pylos hin, Od. 3, 182; Πάτροκλος δ' ᾗ πλεῖστον ὀρινόμενον ἴδε λαόν, τῇ ῥ' ἔχε ὁμ οκλήσας, da fuhr, lenkte er hin, Il. 16, 378, vgl. 23, 325. 401. 422; ὑπ' ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα Soph. El. 710, vgl. 724; τάχ' ἄν τις ἄκων ἔσχε, landete an, Phil. 305; π οῖ Ar. Ran. 188; so νέες ἕσχον εἰς τὴν Ἀργολίδα χώρην Her. 6, 92; πρὸς Σαλαμῖνα 8, 40; bes, oft Thuc., εἰς Φειὰν σχόντες 2, 25, πρὶν τῇ Δήλῳ ἔσχον 3, 29, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον 4, 129, σχὼν ἐς Σκιώνην 5, 2, ἐς τὸν αἰγιαλόν 6, 52; κάτω ἔχειν Plat. Rep. V, 465 c. – Aehnlich sind Vbdgn wie ὅστις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Aesch. Prom. 264; ἴσως ἂν ἐκτὸς κλαυμάτων ἔχοις πόδα Soph. Phil. 1244, wie ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα Eur. Heracl. 110; σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων, dich entfernt haltend, Aesch. Prom. 344, wie συμβουλεύουσιν, ἐκποδὼν ἔχειν ἐμαυτόν Xen. Cyr. 6, 1, 37; τὸν ὦμον γυμνὸν πρὸς γυμνῷ τῷ Κριτοβούλου ὤμῳ ἔχων, daran haltend, lehnend, Conv. 4, 27; übertr., στυγερὰν ἔχε δύςποτμον ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις, er richtete den Fluch gegen sie, Soph. Phil. 1105; ὧδ' ἐφάλοις κλισίαις ὄμμ' ἔχων Ai. 190, er richtete sein Auge auf die Zelte; ϑἀτέρᾳ νοῦν ἔχοντα Tr. 272, seine Gedanken, seinen Sinn worauf richten, δεῦρο νοῦν ἔχε, hierauf gemerkt, Eur. Or. 1181; ἐκεῖσε Phoen. 363; in Prosa nicht selten, ὅπως ἥκιστα πρὸς αὐτοὺς νοῦν ἔχοιεν Thuc. 3, 22, wie γνώμην 3, 25. – 4) zurückhalten, anhalten, hemmen, bes. den angreifenden Feind, den Angriff aushalten, bestehen, κρατερὴ δ' ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720, οὐδὲ μίνυνϑ' ἕξουσι – Πηλείωνα 20, 27, χεῖρας Od. 22, 70; δάκρυον 16, 191; ὀδύνας, d. i. die Schmerzen stillen oder lindern, Il. 11, 848; κῦμα Od. 5, 451; Ἑλλήςποντον ἱερὸν ἤλπισε σχήσειν Aesch. Pers. 732; τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα Eur. Tr. 1318; ἔχ' αὐτοῦ πόδα σόν, halt deinen Fuß dort an, I. T. 1159; Πέρσας ἔσχον Plat. Menex. 239 d, wie Xen. An. 7, 1, 20 u. sonst; βουϑυτοῦντά μ' ἀμφὶ βωμὸν ἔσχετε, hieltet mich zurück, hindertet mich, Soph. O. C. 892, vgl. Phil. 1332; ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους Il. 16, 204; ἔσχε μαργῶντα αὐτόν Eur. Phoen. 1156; δοιοὶ δ' ἔντοσϑεν ὀχῆες εἶχον πύλας Il. 12, 456, wie ϑύρην δ' ἔχε μοῠνος ἐπιβλής 24, 453; πύργων γῆς ἔσχομεν κατασκαφάς, wir hielten die Zerstörung ab, Eur. Phoen. 1203; mit folgendem inf., ἦ τινα καὶ Δαναῶν σχήσω ἀμυνέμεναι, ob ich auch einen der Danaer hemmen, hindern werde, Il. 17, 182; 22, 412; gew. mit μή, οὐκ ἄν ποτ' ἔσχον μὴ τάδ' ἐξειπεῖν πατρί Eur. Hipp. 658, wie Ἀριστόδικος ἔσχε μὴ ποιῆσαι ταῠτα Κυμαίους, hielt die K. ab, dies zu thun, Her. 1, 158, vgl. 9, 12; auch tritt der Artikel dazu, τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε, daß sie nicht plünderten, hinderte Folgendes, 5, 101, wie φόβος τε συγγενὴς τὸ μὴ 'δικεῖν σχήσει Aesch. Eum. 662; – mit dem genit., wovonabhalten, ὃς τὸν λωβητῆρα ἔσχ' ἀγοράων Il. 2, 275; ὃ ταύτην τῶν μακρῶν σχήσει γόων Soph. El. 367; ὅς νιν φόνου ἔσχε Eur. Herc. Fur. 1005; τοὺς πολεμίους τῆς ἐς τὸ πρόσϑεν προόδου, vom weiteren Vordringen abhalten, Xen. Cyr. 7, 1, 36; ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῠναι An. 3, 5, 11, vgl. Hell. 4, 8, 5. – Aehnlich ist μῦϑον σιγῇ Od. 19, 502; σῖγα ἕξομεν στόμα, den Mund halten, Eur. Hipp. 660; εἶχε σιγῇ Her. 9, 93 ( σιγή). – Auch c. dat., οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον, widerstand ihm nicht, Il. 16, 740. – 5) habenin allgemeinster Bedeutung von den verschiedensten Zuständen des Leibes u. der Seele. Die Verbindungen mit Substantivis, die sich oft als Umschreibungen für einfache Verba ansehen lassen, sind bei diesen aufgeführt und werden hier nur kurz zusammengestellt: a) ἡλικίαν, ein Alter haben, Xen. Cyr. 1, 6, 34; ἥβην Plat. Prot. 309 b; ähnlich ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς τῆς ἀρχῆς ἔχειν Plut. Cic. 9; –. βίοτσν εὐαίων' ἔχειν, ein glückliches Leben haben, Soph. Tr. 81, wie αἰῶνα τλάμον' ἕξω O. C. 734. – b) ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch.Prom. 315; νοῦν ἔχειν Soph. El. 1001, vgl. 1457; φρόνησιν τάνδε O. R. 664, φρένας Phil. 1115; anders φρεσίν oder ἐν φρεσὶν ἔχειν, im Geiste festhalten, behalten, Hom., wie νῷ ἔχειν, sich erinnern, Plat. Euthyphr. 2 b; ἄγρας ἀΰπνους ἔχων, = ἀγρεύων, Soph. Ai. 867; – αἰσχύνην ἔχειν, = αἰσχύνεσϑαι, Eur. Andr. 243; vgl. αἰσχύνη, wo auch ἐν αἰσχύναις ἔχειν angeführt ist, wie ἐν αἰσχύνῃ ἔχειν, Xen. Cyr. 5, 1, 36, u. δι' αἰσχύνης ἔχω, Eur. I. T. 683; – βλάβην ἔχειν, = βλαφϑῆναι, Soph. Ai. 1304; – βοὴν ἔχειν, ertönen, Il. 18, 495, wie καναχὴν ἔχειν, Getöse machen, 16, 105 u. oft; – γνώμην ἔχειν, = γνῶναι, – δεῖμα, Furcht haben, Soph. Ai. 636; – διάνοιαν ἔχειν, = διανοέομαι, Plat. Legg. VIII, 828 d; – δίκην ἔχει, = δίκαιόν ἐστι, Plat. Rep. VII, 520 b; – ἔγκλημά τινι, = ἐγκαλεῖν, Soph. Phil. 322; – ἐλπίδα, Hoffnung haben, hoffen, Soph. Ai. 600 u. öfter; – ἐπιϑυμίαν Eur. Andr. 1282; δι' ἐπιμελείας ἔχειν, s. ἐπιμέλεια, ἐπιστήμην, Soph. Ant. 338; ἔρευναν ἔχειν, = ἐρευνᾶν, O. R. 566; ἔρωτα, Plat. Phaedr. 239 a, wie ἔρον Eur. El. 297; εὔνοιάν τινι, Or. 867; ἡσυχίαν ἔχω, = ἡσυχάζω, – ϑήραν, Soph. Ai. 561, Jagd halten; – κότον, Zorn hegen, Il. 1, 82; – λιτάς τινι, flehen zu Einem, Soph. O. C. 1309; λόγον ἔχει, hat Grund, ist vernunftgemäß, Plat. Theaet. 157 d; – μεριμνήματα, sorgen, Soph. Phil. 187; – μέμψιν τινί, tadeln, Aesch. Prom. 443 Soph. Phil. 1243, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 773; auch Ar. Paz 633; – μνείαν u. μνήμην τινός, = μιμνήσκεσϑαι, μεμνῆσϑαι, – οἶκτον, = οἰκτείρω, Soph. Ai. 521; ὀργήν, = ὀργίζεσϑαι, Phil. 1293, wie τὴν ὀργὴν ἐπὶ Μειδίαν ἔχειν Dem. 21, 70; auch δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, Thuc. 2, 37. 64, wie ἐν ὀργῇ ἔχειν 2, 18, ἐν ὀῤῥωδίᾳ, fürchten, 2, 89; δι' ἡσυχίας, 2, 22; vgl. auch δι' ἐλπίδος ἔχειν, διὰ φυλακῆς u. ähnl. unter διά; διὰ χειρὸς ἔχειν, an 1 a) erinnernd, in den Händen haben, in seiner Gewalt haben, womit beschäftigt sein, vgl. Aesch. Suppl. 193; Soph. Ant. 1243; τὰ τῶν συμμάχων Thuc. 2, 13. 76; γάμους ἑτοίμους ἐν χεροῖν ἔχειν Eur. Hel. 1402; vgl. Her. 1, 35; auch μετὰ χεῖρας ἔχειν τι, 7, 16, 2, wie Thuc. 1, 138; – διὰ στόματος ἔχειν, im Munde haben, Plut. Lyc. 6, wie ἀνὰ στόμ' αἰεὶ καὶ διὰ γλώττης ἔχειν Eur. Andr. 95; διὰ στέρνων ἔχειν, von der Gesinnung, Soph. Ant. 635; – παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; – πόϑον βορᾶς Eur. Or. 189; προϑυμίαν Phoen. 909; Plat. Tim. 23 c; – προμηϑίαν ἔχειν τινός u. πρόνοιαν, Eur. Alc. 1057. 1064; σπουδήν Hec. 673; συγγνώμην ἔχειν, = συγγιγνώσκειν, Tragg.; – σπάνιν ἔχειν, = σπανίζειν, Soph. O. R. 1461; – σωφροσύνην, besonnen sein, Xen.; – τέλος, wie wir "ein Ende haben", Il. 18, 378; Plat. Rep. VI, 502 c; – ὕβριν, Uebermuth treiben, Frevel üben, Od. 1, 368. 17, 109; Soph. El. 523; ä. δῆριν, μάχην ἔχειν; – φϑέγμα ὅσιον Eur. Herc. Fur. 927 Andr. 925, vgl. βοάν; – φϑόνον, Neid hegen, Aesch. Prom. 891; – φροντίδα τινός Eur. Med. 1301; Soph. Phil. 210; ὤραν O. C. 387; – φυγὴν δὀμων Aesch. Ch. 252; – φυλακάς, Wache halten, bewachen, Il. 9, 471; Eur. Andr. 962; ἀλαοσκοπιήν Il. 13, 10 Od. 8, 285; σκοπιήν, = σκοπιάζειν, 8, 302; Her. 5, 13; – φύσιν ἔχει, es ist naturgemäß, Plat. Rep. V, 473 a; – χρείαν ἔχειν τινός u. ähnlich ἐπιδευὲς ἔχειν τινός, einer Sache Noth haben, sie vermissen, Il. 19, 180. – c) wie bes. von unglücklichen Zuständen gesagt wird κακόν, γῆρας ἔχειν, Od. 20, 83. 24, 250, ἕλκος, ll. 19, 49, ἄχεα ϑυμῷ, 3, 412, πένϑος φρεσίν, Od. 7, 219, πόνον, Hes. So. 310, κακά, συμφορἀν, Plat. Prot. 309 b Phaedr. 231 c, so wird auch umgekehrt gesagt πότμος μ' ἔχει, Soph. Ir. 270, mich hält gefesselt, wie ὕπνος Phil. 811, ϑάνατος ἐν τάφοις O. R. 942; auch ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα ϑανεῖν, Phil. 1132; vgl. πυρετὸς τὸν ἄνϑρωπον ἔχει Arist. Metaphys. 4, 23; was auf viele andere, bes. Gemüthszustände übertragen wird, ἀνάγκη σε ἔχει Plat. Euthyd. 293 e, ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας Od. 18, 391, bethört dich; φόβος μ' ἔχει φρένας Aesch. Suppl. 379; eben so mit doppeltem acc., στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρα κὠδύνη Ar. Th. 484; ἄγνοιά μ' ἔχει Soph. Tr. 349, αἰδώς Eur. Hec. 970 Gr. 460, ἀφασία u. ä., die man unter den subst. nachsehen kann; – ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. El. 318, so lange ich lebe; οὓς ἔχε γῆρας Il. 18, 515; γέλως ἔχει τινά, kommt ihn an, Od. 8, 344; – δύη 14, 215; ἔρως χρημάτων Eur. Suppl. 178; Aesch. Suppl. 516; – εὐεργεσίαι αὐτοὺς εἶχον, verpflichteten sie, waren ihnen erzeigt, Her. 1, 69; – ϑαῦμα u. ä., ἄγη, σέβας, Hom. u. Tragg.; – ἵμερος Soph. O. C. 1723; – κίνδυνος πόλιν ἔσχε Eur. Hec. 5; κλέος, Hom. u. Folgde, wie φάμα, Eur. Med. 470; ἵνα λόγος ἀγαϑός σε ἔχῃ πρὸς ἀνϑρώπων Her. 7, 5; κομιδή Od. 24, 249; ὄκνος Soph. O. C. 658; πάϑος Plat. Conv. 217 c; λιμός, δίψη, Aesch. Ch. 746; μένος ἠελίοιο ἔχεν μιν, die Gluth der Sonne ergriff ihn, Od. 10, 160; προϑυμία Eur. Ion 1110; vgl. Plat. Soph. 239 b; – τέρψις Soph. O. R. 1477; – φιλοψυχία Plat. Apol. 37 c; φλυαρία Rep. I, 336 c; – ὅτου σε χρεία καὶ πόϑος μάλιστ' ἔχει Soph. Phil. 642; ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Il. 11, 269; ὥς σφεας ἡσυχίη εἶχε πολιορκίης, als sie Ruhe hatten, Her. 6, 135. – Auch passio., gefesselt, gehalten werden, behaftet sein, ἀνάγκῃ ἔχεσϑαι, Xen. An. 2, 5, 21; ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od. 8, 182; ἄσϑματι Il. 15, 10; κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ 22, 409; – ὑπὸ ἐπιϑυμίας Plat. Rep. III, 390 c; μανίαις Legg. IX, 881 b; περιπλευμονίᾳ Lach. 192 c; ν οσήμασι, mit Krankheiten behaftet, Phil. 45 b; – ὀργῇ, ἀγρυπνίῃσι, Her. 1, 141. 3, 129. – Aehnlich οἷσιν εἴχετ' ἐν κακοῖς Soph. Ai. 265, vgl. 1124; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσϑαι, von Verlegenheit, von Noth bedrängt werden, Plat. Gorg. 522 a; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πένϑεσι Rep. III, 395 e, wie ἐν ἀπόρῳ Thuc. 1, 25 u. ὑπ' ἀπορίας πολλῆς Plat. Legg. VI, 780 b. – d) von anderer Art sind die folgdu Verbindungen, wo man es durch παρέχειν erklären kann: ἀγανάκτησιν ἔχειν, Gelegenheit zum Unwillen geben, Unwillen verursachen, Thuc. 2, 41; αἰσχύνην οὔπω ἔχοντος τοῠ ἔργου, es brachte noch keine Schande mit sich, 1, 5; – αἰτίαν ἔχειν, die Schuld tragen, beschuldigt werden, Soph. Ant. 1296; πολλῶν κακῶν Eur. El. 213; ὑπό τινος, Aesch. Eum. 99. 549; mit folgendem ὡς, Plat. Rep. VIII, 565 b, wie πολλὴν τὴν αἰτίαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν εἶχε Thuc. 6, 46; auch δι' αἰτίας ἔχειν, 2, 60 u. ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, beschuldigen, s. αἰτία. Eben so ὑποψίαν ἔχειν, verdächtig sein, Dem. 57, 24, aber auch Argwohn hegen, 61, 5; – αἴσϑησιν ἔχειν, bemerkt werden, ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῠτ' ὀργὴν ἔχει, Dem. 10, 44, erregt Mißtrauen u. Zorn; κατάμεμψιν ἔχειν, Grund zum Tadel geben, Thuc. 2, 41; ἔλεον ἔχειν, Mitleid erregen, Plut. Them. 10; ὄψιν, den Anblick gewähren, Xen. An. 5, 9, 9; vgl. προὐφάνης δὲ φιλτάτην ἔχων πρόςοψιν Soph. El. 1277; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον ἔχει τοῖς ὁδοιπόροις ὁ ἐπ' ἀρετὴν οἶμος, eigtl. er hat Schweiß für die, verursacht den Wanderern Schweiß, Luc. Hermot. 2 (anders ist τιμήν, φϑόνον ἔχειν παρά τινι, Plut. Sol. 29 Them. 29); – πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι beißen die Eileithyien, die bittere Wehen verursachen, Il. 11, 272. – 6) vom Gewicht, haben, schwer sein, νόμισμα εἶχεν Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D. Sic. 11, 26, vgl. 2, 9; τράπεζα σταϑμὸν ἔχουσα ταλάντων πεντακοσίων, der funfzig Talente wog. – 7) aus Verbindungen, wie ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρα, Od. 18, 364, damit du habest, den Bauch zu nähren, daß du deinen Bauch nähren könnest, entwickelt sich die Bedeutung können, vermögen, im Stande sein, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασϑαι, er konnte sich nicht auf die Füße stützen, Il. 21, 242 u. öfter; am Gewöhnlichsten mit dem inf. aor., ἔχω φράσαι, ich habe zu sagen, kann anzeigen, Pind. Ol. 13, 11 N. 7, 56; οὐδὲν ἀντειπ εῖν ἔχω Aesch. Prom. 51; οὐκ ἔχω προςεικάσαι Ag. 158; ταῠτα γάρ σ' ἔχω μόνον προςειπεῖν Soph. O. R. 1071; τὸ μέλλον οὐκ ἔχω μαϑεῖν Eur. Hec. 761; τάδε μὲν ἔχομεν ὁρᾶν Soph. Tr. 946; πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι Phil. 1036; in Prosa bes. mit λέγειν u. ä., οὐδὲν ἔχουσιν οὔτε ἀποκρίνασϑαι οὔτε ἐρέσϑαι Plat. Prot. 329 a. Auch ohne den inf., ἀλλ' οὔπως ἔτι εἶχε Il. 17, 354; λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑπέρτερον Aesch. Ch. 103, wo man λέγειν leicht ergänzen kann, wie Xen. An. 2, 1, 9, ἀποκρίνασϑε, ὅ τι κάλλιστον ἔχετε, ein ἀποκρίνασϑαι, antwortet, was ihr am Besten zu antworten wißt. Vgl. noch ἐξ οἵων ἔχω, αἰτῶ, so sehr ich kann, Soph. El. 1379, wie ἐπεκούρησας ὅσον εἶχες φίλοις Eur. I. A. 1453. – Noch häufiger folgt, bes. in Prosa, ein Fragesatz, οὐκ ἔχω τί φῶ, ich weiß nicht, was ich sagen soll, ich habe Nichts zu sagen, Aesch. Ch. 89; Soph. O. C. 318 u. sonst; οὐκ ἔχω τίς ἄν γενοίμαν Aesch. Prom. 907; ὅπως μολούμεϑ' ἐς δόμους οὐκ ἔχω Soph. O. C. 1740; ὑμῖν οὐκ ἔχω τί χρήσομαι Eur. Heracl. 440 u. sonst, ich weiß nicht, was ich mit euch machen soll; τὰ ἐπιτήδεια οὐκ εἶχον ὁπόϑεν λαμβάνοιεν Xen. An. 3, 5, 3; Sp., wie Luc., οὐκ εἶχον ὅπως ἐκμάϑοιμι Philops. 35. – Uebh. w i ssen, verstehen, eigentlich, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει, er besitzt die Kunst, hat sie inne, Hes. Th. 770, wie Eur. I. T. 43; neben ἐπίστασϑαι, Her. 3, 130; λέληϑα ταύτην ἔχων τὴν τέχνην Plat. Theaet. 149 a; ἰατρικήν Prot. 322 c, wie ἐπιστήμην Euthyd. 273 e; τὰ πρὸ τῆς τέχνης μαϑήματα Phaedr. 269 b; ἱκανῶς ἔχομεν τοῦτο, ὅτι, das wissen wir wohl, daß, Phaed. 71 a; οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες, die Kunstverständigen, Künstler u. Handwerker, Xen. Mem. 3, 10, 1. Auch ἵππων ἀϑανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε, Il. 17, 476, kann man hierherziehen, das Bändigen verstehen. Man vgl. noch ἔχεις τι κἀξήκουσας Soph. Ant. 9, εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν O. R. 311; auch ἔχεις τίνα σωτηρίαν; Eur. Or. 776, weißt du ein Mittel zur Rettung? wie οὐκ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, ich weiß nicht zu verbergen; ἄλλον δ' αἶνον ἔχω ματροπόλει ib. 713, ich kann sie loben. Vgl. noch ἅλωσις. – 8) intr., sichverhalten, sich in einer Lage, Verfassung, Stimmung u. dgl. befinden, – al gew. mit Adverbien, durch sein mit dem Adjectivum zu übersetzen; εὖ ἔχει, er steht gut, Od. 24, 245, wie bei den Attikern häufig καλῶς ἔχει, es ist gut; ἀναγκαίως ἔχει, es ist nohwendig (s. unter ἀναγκαῖος, wie übh. diese Verbindungen bei den betreffenden Adjectivis angegeben sind). Bes. häufig οὕτως ἔχει, so verhält es sich, so steht es, Ar. Plut. 110 u. A.; οὕτω δ' ἐχόντων sc. τῶν πραγμάτων, in solcher Lage, Xen. An. 3, 2, 10; οὕτω δ' ἔχει, unter der Bedingung, 5, 6, 12; auch οἶδα ταῠτα τῇδ' ἔχοντα, Soph. Phil. 1320; οἶσϑ' ὡς ἔχει; weißt du, wie oder was es ist? Plat. Phaedr. 236 d; – ὥςπερ εἶχεν, von Her. an bei den Geschichtschreibern häufig, so wie er gerade war, wie er ging u. stand, sogleich, sofort, ὀργῇ ὡς εἶχεν ἐλϑών Her. 1, 114, vgl. 1, 61; ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ὥςπερ ἔχομεν, ohne Verzug, Thuc. 3, 30; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 7 An. 4, 1, 19; Folgde; σκάπτε ὡς ἔχεις Luc. Tim. 40. – Oft tritt zur näheren Erklärung ein gen. hinzu, ὡς ὀργῆς ἔχω Soph. O. R. 345; πῶς εὐμενείας ἔχεις Eur. Hel. 320, eigentlich, wie du dich in Beziehung auf das Wohlwollen verhältst, wie wohlwollend du bist; ὡς ποδῶν εἶχε Her. 6, 116, was die Füße vermochten, wie ὡς τάχους εἶχε, so schnell er konnte, 8, 107; Thuc. 2, 90; ὡς ἔχοι τῆς μνήμης 1, 22; μετρίως ἔχων βίου Her. 1, 32; εὖ σώματος ἔχει, er befindet sich wohl, Plat. Rep. III, 404 d; οὐ γὰρ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης Gorg. 470 e, wie es mit ihm in Ansehung der Bildung u. Gerechtigkeit steht, wie gebildet u. gerecht er ist; Folgde häufig, ὡς ἕκαστος ἑτοιμότητος καὶ βουλήσεως ἔσχε Plut. Cam. 32, wie Jeder bereitwillig war. Vgl. noch ὅπου συμφορᾶς ἔχεις, in welchem Unglück du dich befindest, Eur. El. 236. – Doch auch εὖ oder κακῶς ἔχω τὸ σῶμα, Xen. – Andere Bestimmungen sind: πῶς ἔχεις πρὸς ἐπιστήμην; Plat. Prot. 352 b; πῶς ἔχουσι Φιλίππῳ; wie sind sie gegen Philipp gesinnt? Dem. 2, 17, vgl. 3, 8 ἐχόντων μὲν ὡς ἔχουσι Θηβαῖοι ὑμῖν u. Arist. Eth. 8, 2. – Die Verbindungen ἔχειν σιγῇ, ἔχε ἠρέμα, ἡσυχῆ, ἀτρέμα u. ä., sich ruhig verhalten, s. unter diesen Wörtern. – Ἔχε αὐτοῦ, halt da an! Dem. 45, 26; σχές, οὗπερ εἶ, halt an, sprich nicht weiter, Soph. O. C. 1171; vgl. Eur. I. A. 1467; – ἔχε, vor einem Imperativ, wie ἄγε, wohlan, ἔχ' ἀποκάϑαιρε τὰς τραπέζας Ar. Paz 1193; Vesp. 1135; ἔχε νῠν, ἄμειψον τὸν τράχηλον Equ. 490; ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. Ion 535 b; ἔχε δή, πότερον λέγεις –, Prot. 349 d; ἔχε δὴ ἴδωμεν, halt, laß uns sehen, Crat. 435 e. – b) ähnlich mit Präpositionen, διὰ φυλακῆς ἔχοντες, behutsam, Thuc. 2, 81, wobei die betreffenden Präpositionen nachzusehen sind. Eigenthümlich καίτοι τινὲς ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι Isocr. 4, 11, die über die Ungebildeten hinausgehen, wo man fälschlich eine Tmesis für ὑπερέχειν annimmt; – ἀμφί τι ἔχειν, sich mit Etwas beschäftigen, ὅπως οἱ πολέμιοι ἀμφὶ ταῠτα ἔχοιεν Xen. An. 5, 2, 26, öfter. S. ἀμφί c 31. – Andere Verbindungen der Art sind: ἕξω δ' ὡς λίϑος, ich werde mich halten, wie ein Stein, Od. 19, 494, ἔχον ὥστε τάλαντα γυνή, sc. ἔχει, sie hielten sich, wie ein Weib die Wagschale (im Gleichgewicht) hält, Il. 12, 433, vgl. 13, 679; ἔχον ὥς σφιν πρῶτον ἀπήχϑετο Ἴλιος Il. 24, 27, sie blieben bei ihrem früheren Hasse gegen Ilios; – κίονες ὑψόσ' ἔχοντες, Od. 19, 38, sind in die Höhe ragende Säulen, wie ἔκτοσϑε ὀδόντες ἔχον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, sie ragten hier u. da empor, Il. 10, 263; vgl. ἔγχος ἔσχε δι' ὤμου, der Speer ragte durch die Schulter hervor, 13, 520. 14, 452, welche Stellen den Uebergang machen zu der Bdtg – 9) sich wohin erstrecken, wohin reichen, ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι, die zum Fluß hinführen, Her. 1, 180; διώρυχα τὴν ἐκ τοῠ Νείλου ἔχουσαν ἐς τὸν Ἀράβων κόλπον, der sich vom Nil bis zum arabischen Meerbusen erstreckt, 4, 42, vgl. 2, 91; ἔχει πρὸς ἑσπέρην 2, 17; κῶμαι ὑπὸ τὸ Παρϑένιον π όλισμα ἔχουσαι Xen. An. 7, 8, 21, die sich bis unter die Stadt hinziehen; auch übertr., τὰ ἐς Ὅμηρον ἔχοντα Her. 2, 53, was den Homer betrifft, angeht, wie τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον 6, 19; τὸν χρησμὸν εἰς Πέρσας ἔχειν 9, 43, wie ἐς' Αϑηναίους εἶχε τὸ ἔπος εἰρημένον, es ging auf die Athener, 7, 143; ἔχϑρης παλαιῆς ἐχούσης ἐς Ἀϑηναίους, gegen die Athener gerichtet, 5, 81; öfter bei Paus., wie ὅσον εἰς τὴν ἅλωσιν τὴν Ἀϑηναίων ἔχει δηλώσω 1, 20, 4. Vgl. oben 3). – 10) in Verbindung mit Participien behält es oft seine eigentliche Bdtg bei, ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις, du hast sie geheirathet u. hast sie nun zur Frau, Soph. O. R. 577; Κορινϑίο υς δήσαντες εἶχον, sie banden sie u. dielten sie in Hast, Thuc. 1, 30; πολλὰς ὑφ' ἑαυτῇ ἔχειν δουλωσαμένην, nachdem sie viele unterjocht, hält sie dieselben in Unterwürfigkeit, Plat. Rep. I, 351 b. Aehnlich lassen sich erklären: οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῠτον κατακρύψαις ἔχειν, wo auch wir "verborgen halten" sagen, Pind. N. 1, 31; vgl. Hes. O. 42 κρύψαντες γὰρ ἔχουσι ϑεοὶ βίον ἀνϑρώποισι. Auch ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. 1, 37 ist = du hältst mich ausgeschlossen; ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια εἶχον πάντα ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1, unserem "sie hatten die Lebensmittel dahin gebracht" ähnl., ist eigentlich = in welchen sie alle Lebensmittel hatten, nachdem sie dieselben hingeschafft hatten. Oft aber wird nur ein dauernder Zustand dadurch ausgedrückt, ϑαυμάσας ἔχω, ich verhalte mich als Einer der sich wunderte, ich bin in Staunen begriffen, Soph. Phil. 1346; Plat. Phaedr. 257 c; κἀποδηλώσας ἔχει τραχὺν πετραῖον ὄρνιν Aesch. frg. 300; τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει, er hält Jenen in Ehren, Soph. Ant. 22; ταρβήσας ἔχω Tr. 37; ὅς σφε νῠν ἀτιμάσας ἔχει Eur. Med. 33; αὐτῆς ἐρασϑεὶς ἔχειν λέγεται Plat. Crat. 404 c. – Seltener ist dabei das partic. perf., οἷά μοι βεβουλευχὼς ἔχει Soph. O. R. 701, ὅν γ' εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες Phil. 596; ὧν πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἡρπακότες Xen. An. 1, 3, 14, welches Beispiel sich mehr an die zuerst angeführten anreiht. – Auch part. praes., ἐπεὶ σὺ ἐπὶ δάκρυσι καὶ γόοις τὸν ϑανόντα – καταστένουσ' ἔχεις Eur. Tr. 318. – 11) scheinbar pleonastisch steht es in τί δῆτα ἔχων στρέφει; was hast du, daß du dich sträubst, warum sträubst du dich? Plat. Phaedr. 236 e; vgl. τί δῆτα διατρίβεις ἔχων; was hast du zu zögern? Ar. Nubb. 509; Eccl. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔχων; ib. 853; τί κοικύλλεις ἔχων; Th. 852; häufig ἔχων φλυαρεῖς, Plat. Euthyd. 295 c Gorg. 490 e; Ar. ληρεῖς ἔχων, παίζεις ἔχων, du spaßest, dich so verhaltend, d. i. wie du pflegst, wie es dir zum dauernden Zustand geworden ist. Eine Vertauschung der Modi anzunehmen u. ἔχεις ληρῶν "du verhältst dich als ein Spaßmacher, "bist ein Spaßmacher" zu erklären, ist unnöthig.
Med. – a) für sich halten, ἀσπίδα πρόσϑε σχόμενος, vor sich haltend, Il. 12, 294. 298, σάκος, 20, 262, ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, indem sie sich vor die Wangen hielt, Od. 1, 334. 21, 65; vgl. Ap. Rh. 3, 445. – b) sich halten, sich behaupten, ἔχεο κρατερῶς Il. 16, 501. 17, 559, Schol. erkl. ἀντέχου τῆς μάχης; ἄντα σχομένη, gegenüber Stand haltend, Od. 6, 141; wie das act. mit dem acc., οὐδ' ἔτι φασὶν Ἕκτορος μένος καὶ χεῖρας σχήσεσϑαι, Il. 17, 639. 12, 126. – c) sichan Etwashalten, festhalten, τῷ (ἐρινεῷ) προςφὺς ἐχόμην Od. 12, 433; c. gen., πέτρης Od. 5, 429; ἀώτου ϑεσπεσίοιο 9, 435; ἀκμάζει βρετέων ἔχεσϑαι Aesch. Spt. 95; δράκοντος δ' εἴχετο γενύων Pind. P. 4, 244; ὁποῖα κισσὸς δρυὸς ὅπως τῆςδ' ἕξομαι Eur. Hec. 396; ἐμῆς ἔχετο χερός Bacch. 197; πέπλων I. A. 1461; ὡς πείσματος Plat. Legg. X, 893 b; καί μοι ἕπου χλαμύδος ἐχόμενος Luc. Tim. 30; übertr., τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι, ich halte mich an derselben Ansicht, bleibe dabei, Thuc. 1, 140; τοῦ αὐτοῦ λόγου 5, 49, wie Her. 7, 5; τῆς προφάσιος 6, 94; ἐπωνυμιέων, Namen haben, 2, 17; τῆς σωτηρίας, an der Rettung eifrig arbeiten, Xen. An. 6, 1, 17; τοῠ πολέμου Thuc. 6, 88, wie ἔργου Pind. P. 4, 233; Her. 2, 17; Thuc. 2, 2; Arr. An. 6, 6, 6 u. A.; μάχης, ἧς νῠν ἔχονται Soph. O. C. 425; – ἑξόμεϑα αὐτοῦ, wir werden uns an ihn halten, Xen. An. 7, 6, 41; Ar. Plut. 101; – τὸν νομοϑέτην ἀληϑείας ἐχόμενον, der sich an der Wahrheit hält, sich derselben befleißigt, Plat. Legg. IV, 709 c. – Ἃ διδασκάλων ἔχεται, was die Lehrer betrifft, Plat. Prot. 324 d, vgl. ὅσα ἔχεται τῶν αἰσϑήσεων Legg. II, 661 a; – σέο ἕξεται, von dir wird es abhangen, Il. 9, 102. Mit ἐκ vbdn, Ἀλκινόου ἐκ τοῠδ' ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε Od. 11, 346, hängt von ihm ab. – Hierher ist auch wohl Soph. O. R. 709 zu ziehen, βρότειον οὐδὲν μαντικῆς ἔχον τέχνης, wo die Schol. ἐχόμενον, ἁπτό μενον erklären. – d) unmittelbar daranstoßen, darauf folgen, zusammenhangen, bes. im partic., οἱ ἐχόμενοι, die Nachbarn, Her. 1, 134, τούτων ἔχονται οἱ Γελιγάμμαι 4, 169; Thuc. 5, 67; ἐν τῇ ἐχομένῃ ἐμοῠ κλίνῃ Plat. Conv. 217 d; τὴν ἐχομένην χώραν κατέχον ἐκείνης Parm. 148 e; δύ' εἶναι χάσματε ἐχομένω ἀλλήλοιν Rep. X, 614 c, dicht aneinanderliegend; Salamis heißt ἡ ἐχομένη νῆσος Isocr. 4, 96; τὰ τούτων ἐχόμενα. was damit zusammenhängt, ibd. 4, 23; Plat. Rep. III, 389 c; neben ὅμοια Legg. VII, 811 d; bes. auch beim Aufführen der Schlachtordnung, z. B. Πρόξενος ἐχόμενος, daneben stand Proxenus, Xen. An. 1, 8, 4; ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων ἕπεσϑαι, sich so dicht wie möglich an die Wagen haltend, Xen. Cyr. 7, 1, 9. – Mit dem dat. scheinbar Plat., ἐάν τίς σε τὰ ἐχόμενα τούτοις ἐφεξῆς ἅπαντα ἐρωτᾷ Gorg. 494 a, wo der dat. von ἐφεξῆς abhangen kann, aber sicher D. Sic. 3, 24 ἐχόμενοι τούτοις εἰσὶν οἱ ὑλοφάγοι; vgl. Pol. 12, 17, 7 u. a. Sp.; τοῦ ἐχομένου ἔτους, im folgenden Jahre, Thuc. 6, 3; ἐκ τῶν ἐχομένων γνώσεσϑε, ihr werdet aus dem Folgenden einsehen, Isocr. 6, 29; ἐν τοῖς ἐχομένοις ἔσται φανερόν Arist. H. A. 5, 11. – Zuweilen wird damit nur eine Hervorhebung des Subjects bezweckt, wie bei Her. τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν, σιτίων, οἰκετῶν ἐχόμενα, Alles was auf die Träume, Früchte u. s. w. Bezug hat, die Träume u. s. w. mit allen Umständen, 1, 120. 190. 2, 78. 3, 25. 66. 5, 49. 8, 142. – e) sich enthalten, abstehen wovon, absolut, Il. 9, 235, wie σχέο, laß ab, 21, 379, σχέσϑε 22, 416; ἔχεσϑ', ἔχεσϑε, wie im act., haltet an, Eur. Or. 1349; gew. c. gen., σχέσϑαι μάχης, βίης, Il. 3, 84 Od. 4, 422; ἐχώμεϑα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il. 14, 129; οἱ Αἰγινῆται ἔσχοντο τῆς τιμωρίης Her. 6, 85, sie standen davon ab, vgl. 7, 237; ἔσχοντο μάχης, δρόμου, Plut. Rom. 30 Caes. 32; μανίης ἔσχετο Luc. Dea Syr. 22; auch mit folgdm inf., Ap. Rh. 1, 328. So wird auch Soph. O. R. 891 τῶν ἀϑίκτων ἕξεται erkl., er wird sich enthalten, während Andere übersetzen "er wird sich an dem Unnahbaren "halten, es antasten". – Thuc. braucht so auch das act., Ἑλληνικοῦ πολέμου ἔσχον οἱ Ἀϑηναῖοι 1, 112. – f) in der Stelle Il. 7, 248, ἐν τῇ δ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ σχέτο, hielt die Lanze an, blieb stecken, faßten es Einige passivisch, vgl. ϑαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή Od. 4, 705, sie stockte; κηληϑμῷ ἔσχοντο Od. 11, 333. 13, 2; Callim. Iov. 28 ὑπ' ἀμηχανίης σχομένη, Ap. Rh. 4, 920 οἱ δ' ἄχεϊ σχόμενοι, ἀφασίῃ 3, 811; obwohl auch diese Stellen den passiven Gebrauch nicht erweisen. – g) bei Soph. Ant. 463, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς μητρὸς ϑανόντ' ἄϑαπτον ἐσχόμην νέκυν, ist es = wenn ich ertrüge, duldete, wie das activ. ib. 417 steht, μύσαντες εἴχομεν ϑείαν νόσον. – Das pass. ist schon bei den einzelnen Fällen erwähnt, es ist im Simplex viel weniger in Gebrauch als das act. – Die Bedeutung "wofür halten ( habere, νομίζω)" ist selbst bei Sp. unsicher; Isocr. 12, 30 ist von Bekker τίνας οὖν καλῶ πεπαιδευμένους für die vulgata ἔχω aus einem guten Codex hergestellt.
-
7 ὁ
ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where ὁ is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖς(ι), οἷς, οἶσι(ν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷς(ι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)1 c. ind.a preceded by an antecedent.Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12
Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25
ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8
κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23
ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81
κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13
Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9
ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4
ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12
αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12
Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29
ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79
ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93
[ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73
Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16
Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31
Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67
Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83
ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10
υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15
ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34
Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70
ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24
μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100
ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104
ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63
φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2
Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21
Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61
Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66
Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78
τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇκρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89
ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78
( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
[ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“ κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61
“τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπον” P. 4.111 “ ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαι” P. 4.149 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225
δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10
Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27
ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41
Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63
μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82
ἄνδρες τοὺςἈριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87
Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103
ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10
Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30
Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50
ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10
τὺ (= Ἡσυχία) —τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12
Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18
σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83
Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42
“ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσει” P. 9.59Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80
κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107
Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34
θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5
ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13
Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17
Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9
υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31
νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκενΦερσεφόνᾳ N. 1.13
ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34
Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55
σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81
Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44
παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13
Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21
ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27
[ βοαθοῶν τοι. v.τοι N. 7.33
]πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35
γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72
τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90
[ γέρας τό περ νῦν. v. ὁ, C. N. 7.101]ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34
ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9
—11.αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
φιάλαι-σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17
ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5
Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36
φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14
χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22
γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4
Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35
Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64
—5.Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35
πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48 “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς” I. 6.52ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74
θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25
Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19
Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23
Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49
θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34
ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52
ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55
μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63
( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένωνὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36
Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78
Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104
χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., ᾇ cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41
οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46
dI ἐξ οὗ, from then onἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71
ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76
II v. οὕνεκεν.I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.212 c. subj.a preceded by definite antecedent.I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
II add. κε/ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
“γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶτα” P. 4.51ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
, cf. P. 5.65 infra.I being demonstrative in same case as rel.δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50
II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supraaII3 c. opt.a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.1194 f. s. dat. pro adv., =ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.795 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36
as fourth word, or more,ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβονὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28
τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.6 in crasis, v. οὕνεκεν.7 fragg. ]νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154
]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21
ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9
]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσι(ν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)aμέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37
—9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58
—9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8
—12.τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47
—53.τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51
—2.ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97
—100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32
δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41
—3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55
μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55
—6.ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29
—30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.b with μέν onlyI in μέν... δέ construction.ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73
τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93
[ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44
[ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7 “παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ” I. 8.35καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53
b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30
τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.g in μέν... ἀτάρ construction.οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168
c with δέ onlyI in μέν... δέ construction.παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11
πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34
πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.IIὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67
—8.IIIἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87
IV where a μέν antithesis is suppressed.διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33
νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18
Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66
ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52
τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45
d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73
τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41
τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44
τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60
τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82 “φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120
“ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν” P. 4.174Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: ὁ refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖταπορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61
τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56
τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8
( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 ( συγγενέσιν.)οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133
τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17
( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
( Μοισᾶν.)αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25
( Νεοπτόλεμος.)ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36
θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (ὁ is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε (ὁ refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
( Κόρινθον.)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
( Κάστορος.)τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60
αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
cf. O. 6.56i combined withκαί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
j followed byγε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45
τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41
[ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]k followed by ῥα. ( βάρβιτος). τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 1.2 without particle.Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80
τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν —ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔνα(ι)ρε(ν)· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28
λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43
( νιν).τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
( τοκεῦσιν.)τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59
πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία)· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.653 prospective, referring to a following rel. cl.μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75
ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10
τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47
cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.394 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132
5 adverbial usages.a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31
τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
[ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11c τῶ, v. τῶ.6 fragg.τοὶ τα[ Pae. 6.70
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10
ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)1 c. subs. prop.aτᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
ἅ τε Πίσα O. 3.9
τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6
ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41
, O. 7.32ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4
τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64
ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84
ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110
ἁ Μινύεια O. 14.19
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3
ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16
τὸ Καστόρειον P. 2.69
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73
ἅ τε Πυθώ P. 4.66
τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276
αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1
ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5
τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57
τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59
ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8
ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13
τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44
διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21
ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26
τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2
ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73
τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7
ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6
ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54
τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5
ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28
ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47
ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.b c. subs., in apposition to subs. prop.Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17
Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4
Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.c c. gen., sc.υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46
Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13
d c. gen., in apposition.πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31
παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65
παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7
2 c. subs.aὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1
τὸ δὲ κλέος O. 1.93
ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53
τῶν δὲ μόχθων O. 8.7
ὁ δὲ λόγος P. 1.35
τὸν εὐεργέταν P. 2.24
ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114
ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286
ὁ πλοῦτος P. 5.1
τὸν εὐεργέταν P. 5.44
ὁ χρυσὸς N. 4.82
τᾶς θεοῦ N. 5.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25ὁ μάρτυς N. 7.49
ἁ κέλευθος I. 2.33
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67
τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.b with intervening adj.ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28
τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37
τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
τὰν σὰν πόλιν O. 5.4
τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8
τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28
ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7
τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95
τὸν αἰχματὰνκεραυνὸν P. 1.5
ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30
τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40
τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41
τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64
ὁ λάβρος στρατός P. 2.87
τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184
τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186
τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38
τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8
ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27
τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69
ὁ θνατὸς αἰών (ὁ om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2
τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36
τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111
τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.c with intervening phrase, e. g. gen.μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
“ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30
ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83
[ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1
τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46
τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56
τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18
τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95
τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108
τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106
ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25
τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9
τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1
νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19
ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16
καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32
τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58
τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63
τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44
τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9
τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9
[ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54
τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15
ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5
ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18
ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78
[ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
“ φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” P. 8.44 “ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρως” P. 8.48ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17
ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13
ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20
τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34
ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3
ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24
ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
[cf.τὸν μὲν κτἑ I. 6.37
]ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132
τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
e in apposition, with phrase following.στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277
φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
† ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† N. 10.413 c. adj., part.a adj.ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30
τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113
τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58
ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
οἱ δύο O. 8.38
τὰ τέρπν O. 9.28
τὰ τοιαῦτ O. 9.40
τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55
τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5
οἱ σοφοὶ P. 2.88
τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96
τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75
τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60
[ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93τὸν ἐχθρὸν P. 9.95
τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41τὰ μέσα P. 11.52
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53
τὸ καλλίνικον N. 3.18
τὰ μακρὰ N. 4.33
τὸ μόρσιμον N. 4.61
, N. 7.44τὸ συγγενὲς N. 6.8
τὸ τερπνὸν N. 7.74
τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9
τὸν ἐσλόν I. 2.7
τῶν ἀπειράτων I. 4.30
τὸν ἐχθρόν I. 4.48
τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5
τὰ μακρὰ I. 7.43
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47
τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38
ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74
τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.b in apposition.παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27
ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12
θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34
καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88
Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3
θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97
“ Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47
λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72
[ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: ὁ del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79
Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41
Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80c c. part.ὁ νικῶν O. 1.97
τὸ μέλλον O. 2.56
σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86
ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66
τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
τῶν ἀπεόντων P. 3.20
τὰ ἐοικότα P. 3.59
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93
ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30
τὸ παρκείμενον N. 3.75
λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40
τὸ σεσωπαμένον I. 1.63
τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27
ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52
ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66
τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.4 c. inf., pro subs.τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51
τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97
τὸ διδάξασθαι O. 8.59
τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60
τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37
τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38
τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.5 c. adv.a pro subs.τῶν γε νῦν O. 1.105
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87
τῶν πάροιθε P. 2.60
τὰ πόρσω P. 3.22
τῶν πάλαι P. 6.40
τῶν νῦν δὲ P. 6.43
ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56b pro adv.τὸ πολλάκις O. 1.32
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48
εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
“ τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” P. 8.51 “ τὸ πρῶτον” P. 9.41τὸ πρίν P. 11.39
τό γέ νυν P. 11.44
τὰ πόλλ N. 2.2
τὸ πρῶτον N. 3.49
τὸ λοιπὸν N. 7.45
τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.6 c. subs. phrase.τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101
τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106
ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89
τὸ πὰρ ποδός P. 3.60
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.7 ὁ αὐτός, the sameτωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45
μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.1048 fragg. ]ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176
ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.τῷ δ[ Pae. 10.22
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9. -
8 ὅ
ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where ὁ is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖς(ι), οἷς, οἶσι(ν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷς(ι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)1 c. ind.a preceded by an antecedent.Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12
Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25
ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8
κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23
ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81
κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13
Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9
ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4
ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12
αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12
Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29
ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79
ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93
[ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73
Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16
Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31
Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67
Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83
ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10
υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15
ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34
Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70
ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24
μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100
ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104
ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63
φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2
Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21
Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61
Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66
Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78
τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇκρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89
ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78
( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
[ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“ κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61
“τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπον” P. 4.111 “ ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαι” P. 4.149 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225
δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10
Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27
ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41
Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63
μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82
ἄνδρες τοὺςἈριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87
Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103
ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10
Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30
Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50
ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10
τὺ (= Ἡσυχία) —τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12
Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18
σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83
Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42
“ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσει” P. 9.59Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80
κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107
Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34
θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5
ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13
Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17
Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9
υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31
νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκενΦερσεφόνᾳ N. 1.13
ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34
Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55
σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81
Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44
παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13
Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21
ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27
[ βοαθοῶν τοι. v.τοι N. 7.33
]πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35
γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72
τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90
[ γέρας τό περ νῦν. v. ὁ, C. N. 7.101]ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34
ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9
—11.αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
φιάλαι-σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17
ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5
Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36
φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14
χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22
γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4
Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35
Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64
—5.Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35
πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48 “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς” I. 6.52ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74
θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25
Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19
Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23
Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49
θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34
ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52
ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55
μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63
( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένωνὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36
Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78
Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104
χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., ᾇ cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41
οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46
dI ἐξ οὗ, from then onἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71
ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76
II v. οὕνεκεν.I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.212 c. subj.a preceded by definite antecedent.I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
II add. κε/ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
“γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶτα” P. 4.51ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
, cf. P. 5.65 infra.I being demonstrative in same case as rel.δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50
II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supraaII3 c. opt.a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.1194 f. s. dat. pro adv., =ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.795 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36
as fourth word, or more,ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβονὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28
τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.6 in crasis, v. οὕνεκεν.7 fragg. ]νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154
]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21
ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9
]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσι(ν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)aμέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37
—9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58
—9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8
—12.τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47
—53.τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51
—2.ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97
—100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32
δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41
—3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55
μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55
—6.ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29
—30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.b with μέν onlyI in μέν... δέ construction.ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73
τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93
[ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44
[ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7 “παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ” I. 8.35καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53
b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30
τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.g in μέν... ἀτάρ construction.οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168
c with δέ onlyI in μέν... δέ construction.παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11
πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34
πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.IIὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67
—8.IIIἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87
IV where a μέν antithesis is suppressed.διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33
νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18
Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66
ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52
τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45
d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73
τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41
τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44
τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60
τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82 “φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120
“ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν” P. 4.174Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: ὁ refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖταπορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61
τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56
τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8
( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 ( συγγενέσιν.)οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133
τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17
( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
( Μοισᾶν.)αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25
( Νεοπτόλεμος.)ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36
θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (ὁ is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε (ὁ refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
( Κόρινθον.)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
( Κάστορος.)τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60
αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
cf. O. 6.56i combined withκαί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
j followed byγε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45
τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41
[ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]k followed by ῥα. ( βάρβιτος). τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 1.2 without particle.Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80
τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν —ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔνα(ι)ρε(ν)· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28
λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43
( νιν).τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
( τοκεῦσιν.)τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59
πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία)· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.653 prospective, referring to a following rel. cl.μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75
ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10
τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47
cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.394 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132
5 adverbial usages.a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31
τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
[ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11c τῶ, v. τῶ.6 fragg.τοὶ τα[ Pae. 6.70
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10
ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)1 c. subs. prop.aτᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
ἅ τε Πίσα O. 3.9
τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6
ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41
, O. 7.32ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4
τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64
ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84
ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110
ἁ Μινύεια O. 14.19
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3
ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16
τὸ Καστόρειον P. 2.69
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73
ἅ τε Πυθώ P. 4.66
τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276
αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1
ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5
τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57
τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59
ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8
ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13
τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44
διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21
ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26
τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2
ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73
τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7
ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6
ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54
τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5
ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28
ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47
ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.b c. subs., in apposition to subs. prop.Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17
Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4
Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.c c. gen., sc.υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46
Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13
d c. gen., in apposition.πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31
παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65
παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7
2 c. subs.aὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1
τὸ δὲ κλέος O. 1.93
ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53
τῶν δὲ μόχθων O. 8.7
ὁ δὲ λόγος P. 1.35
τὸν εὐεργέταν P. 2.24
ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114
ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286
ὁ πλοῦτος P. 5.1
τὸν εὐεργέταν P. 5.44
ὁ χρυσὸς N. 4.82
τᾶς θεοῦ N. 5.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25ὁ μάρτυς N. 7.49
ἁ κέλευθος I. 2.33
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67
τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.b with intervening adj.ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28
τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37
τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
τὰν σὰν πόλιν O. 5.4
τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8
τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28
ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7
τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95
τὸν αἰχματὰνκεραυνὸν P. 1.5
ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30
τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40
τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41
τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64
ὁ λάβρος στρατός P. 2.87
τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184
τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186
τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38
τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8
ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27
τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69
ὁ θνατὸς αἰών (ὁ om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2
τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36
τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111
τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.c with intervening phrase, e. g. gen.μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
“ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30
ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83
[ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1
τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46
τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56
τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18
τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95
τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108
τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106
ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25
τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9
τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1
νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19
ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16
καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32
τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58
τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63
τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44
τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9
τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9
[ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54
τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15
ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5
ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18
ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78
[ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
“ φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” P. 8.44 “ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρως” P. 8.48ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17
ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13
ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20
τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34
ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3
ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24
ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
[cf.τὸν μὲν κτἑ I. 6.37
]ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132
τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
e in apposition, with phrase following.στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277
φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
† ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† N. 10.413 c. adj., part.a adj.ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30
τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113
τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58
ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
οἱ δύο O. 8.38
τὰ τέρπν O. 9.28
τὰ τοιαῦτ O. 9.40
τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55
τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5
οἱ σοφοὶ P. 2.88
τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96
τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75
τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60
[ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93τὸν ἐχθρὸν P. 9.95
τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41τὰ μέσα P. 11.52
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53
τὸ καλλίνικον N. 3.18
τὰ μακρὰ N. 4.33
τὸ μόρσιμον N. 4.61
, N. 7.44τὸ συγγενὲς N. 6.8
τὸ τερπνὸν N. 7.74
τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9
τὸν ἐσλόν I. 2.7
τῶν ἀπειράτων I. 4.30
τὸν ἐχθρόν I. 4.48
τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5
τὰ μακρὰ I. 7.43
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47
τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38
ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74
τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.b in apposition.παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27
ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12
θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34
καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88
Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3
θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97
“ Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47
λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72
[ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: ὁ del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79
Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41
Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80c c. part.ὁ νικῶν O. 1.97
τὸ μέλλον O. 2.56
σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86
ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66
τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
τῶν ἀπεόντων P. 3.20
τὰ ἐοικότα P. 3.59
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93
ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30
τὸ παρκείμενον N. 3.75
λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40
τὸ σεσωπαμένον I. 1.63
τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27
ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52
ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66
τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.4 c. inf., pro subs.τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51
τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97
τὸ διδάξασθαι O. 8.59
τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60
τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37
τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38
τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.5 c. adv.a pro subs.τῶν γε νῦν O. 1.105
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87
τῶν πάροιθε P. 2.60
τὰ πόρσω P. 3.22
τῶν πάλαι P. 6.40
τῶν νῦν δὲ P. 6.43
ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56b pro adv.τὸ πολλάκις O. 1.32
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48
εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
“ τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” P. 8.51 “ τὸ πρῶτον” P. 9.41τὸ πρίν P. 11.39
τό γέ νυν P. 11.44
τὰ πόλλ N. 2.2
τὸ πρῶτον N. 3.49
τὸ λοιπὸν N. 7.45
τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.6 c. subs. phrase.τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101
τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106
ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89
τὸ πὰρ ποδός P. 3.60
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.7 ὁ αὐτός, the sameτωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45
μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.1048 fragg. ]ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176
ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.τῷ δ[ Pae. 10.22
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9. -
9 ἔχω
ἔχω (A), [ per.] 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 ( ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 ( ἔχεισθα cod.); [ per.] 2sg. subj.Aἔχῃσθα Il.19.180
: [tense] impf. εἶχον, [dialect] Ep.ἔχον Od.2.22
, al., [dialect] Ion. and poet.ἔχεσκον Il.13.257
, Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 ([place name] Balbilla): [tense] fut. ἕξω, [dialect] Ep. inf.ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27
(of duration) or σχήσω (of momentary action, esp. in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in [dialect] Att. Inscrr. or NT); [ per.] 2sg. codd.: [tense] aor. 1 ἔσχης α f.l.in Nonn.D.17.177, alsoἔσχα IG3.1363.6
, 14.1728, [ per.] 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): [tense] aor. 2 ἔσχον, imper. , E.Hipp. 1353 (anap.) ( σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph. 638 (dub.l.), sts. in compds. in codd., as , ); subj.σχῶ Il.21.309
, etc.; opt.σχοίην Isoc. 1.45
, in compds. σχοῖμι (asμετάσχοιμι S.OC 1484
(lyr.),κατάσχοιμεν Th.6.11
); [ per.] 3pl.σχοίησαν Hyp.Eux.32
,σχοῖεν Th.6.33
; inf.σχεῖν Il. 16.520
, etc., [dialect] Ep.σχέμεν 8.254
(in Alexandr. Gr. [ per.] 3pl. [tense] impf. and [tense] aor. 2εἴχοσαν AP5.208
(Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22,ἔσχοσαν Scymn.695
): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: [tense] pf. , εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; [dialect] Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—[voice] Med., [tense] impf.εἰχόμην Pi.P.4.244
, etc.: [tense] fut.ἕξομαι Il.9.102
, etc.; σχήσομαι ib. 235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. ( ἀνα-) A.Th. 252, ( παρα-) Lys.9.8, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. παρ-έσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: [tense] aor. 2ἐσχόμην Hom.
, Hdt.6.85, rare in [dialect] Att. exc. in compds.; imper.σχέο Il.21.379
,σχέσθε 22.416
, later σχοῦ in compds. ( ἀνά- ) E. lon947, etc.; inf.σχέσθαι Od.4.422
, Hes.Fr.79:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, laterσχεθήσομαι Gal.UP15.3
, freq. in compds. (συ- ) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν- ) Plu.2.98 of, ( ἐπι-) S.E.P.1.186: [tense] aor. 1ἐσχέθην Arr.An.5.7.4
, 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: [tense] fut. [voice] Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: [tense] aor. 2 [voice] Med. in pass. sense,ἐσχόμην Il.17.696
, al., Hdt. 1.31 (σχέτο Il.7.248
, 21.345), part.σχόμενος Od.11.279
, prob. in Isoc.19.11, ( κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr. 244e, Parth.33.2 (s.v.l.): [tense] pf.ἔσχημαι Paus.4.21.2
; also in compds., freq. written - ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκ-τωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)A Trans., have, hold:I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj. 157 (anap.);οἱ ἔχοντες E.Alc.57
, Ar.Eq. 1295, Pl. 596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp. 240;κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph. 405
; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received,θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77
;τι ἔκ τινος S.OC 1618
;παρά τινος Id.Aj. 663
;πρός τινος X.An.7.6.33
, etc.;ὑπὸ.. θεοῖσι h.Ap. 191
; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in [tense] aor., acquire, get, : also [tense] fut.σχήσω, δύναμιν Th.6.6
;λέχος E.Hel.30
, cf. Pi.P.9.116:—[voice] Pass., to be possessed,ἔντεα.. μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130
, cf. 197.2 keep, have charge of,ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22
;κῆπον 4.737
;Εἰλείθυιαι.. ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271
;πύλαι.., ἃς ἔχον Ὧραι 5.749
, 8.393;τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7
; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1, 471;σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302
;ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515
, 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13;δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj. 564
, etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.3 c. acc. loci, inhabit,οὐρανόν Il.21.267
;Ὄλυμπον 5.890
; haunt, [Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123
;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24
; esp. of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men,πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177
, 195, etc.; Θήβας ἔσχον ( ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts,τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12
.4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα), οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569
, cf.7.313, Il.3.53, etc.;ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31
, cf. Th.2.29;νυμφίον Call.Aet.3.1.27
; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.;ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp.
ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in [voice] Pass.,τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398
.6 [tense] pres. part. with Verbs, almost, = with,ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128
, cf. 2.115;ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8
.δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.7 of Place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171;ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277
; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in [tense] aor., get,περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42
.8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental,γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250
;ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83
;ἕλκος Il.16.517
;λύσσαν 9.305
;μάχην ἔ. 14.57
;ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515
; ὕβριν ἔ. indulge in.., 1.368, etc.; [ Ἀφροδίτην] 22.445; [φρένας] ἔ. Il.13.394
, etc.;βουλήν 2.344
;τλήμονα θυμόν 5.670
; , cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς); ἄλγεα Il.5.895
, etc.;ἄχεα θυμῷ 3.412
;πένθος μετὰ φρεσίν 24.105
;πένθος φρεσίν Od.7.219
;πόνον.. καὶ ὀϊζύν Il.13.2
, Od.8.529;οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15
;πρήγματα ἔ. Id.7.147
, cf. Pl.Tht. 174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517;ἐπιθυμίαν τινός E.Andr. 1281
;φροντίδα τινός Id.Med. 1301
; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. ([tense] fut.ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29
, but οὐκ ἔσθ' ὅπως.. ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8;ὑπό τινος A.Eu.99
(but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or. 1069, A.Pr. 445): in [tense] aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4;ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19
;ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12
;ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85
([place name] Laodicea): —these phrases are freq. inverted,οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515
;οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344
;ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295
;θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79
;σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143
;Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609
(unless the antecedent is τιμῆς in 1.608);ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135
;ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El. 225
(lyr.): c. dupl. acc.,φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
; also of external objects,αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76
;μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160
;σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331
; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that.., S.OC 1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e;ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3
, cf. 5,26, 9.78 (but also ; [Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66
); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι .. Plu.Alex.38:—[voice] Pass.,ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182
;κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;ὀργῇ Hdt.1.141
;νούσῳ Hp.Epid.5.6
;ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129
;ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34
;ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6
,ἐν ἀπόρῳ Th.1.25
;ἐν συμφοραῖς Pl.R. 395e
.9 possess mentally, understand,ἵππων δμῆσιν Il.17.476
; ;πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag. 582
, cf. E.Alc.51;ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph. 789
; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu. 733: imper. ἔχε attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper., ;ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq. 490
; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht. 154a; know of a thing,μαντικῆς ὁδόν S.OT 311
; τινὰ σωτηρίαν; E.Or. 778 (troch.).10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105, 794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.11 involve, admit of, , cf. Th.1.5;βάσανον Lys.12.31
;ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44
; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41;τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15
.12 of Measure or Value,τὸ Δαμαρέτειον.. εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26
;ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2
;χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9
.b Geom., ἡ ἔχουσα τὰ κέντρα the (straight line) containing the centres, Archim.Aequil.1.6; ὁ κύκλος ἔχων τὸ πολύγωνον the circle containing (circumscribing) the polygon, Id.Sph.Cyl.1.23.13 c. dupl.acc.,Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp. 953
;Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr. 1188
;παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc.
Alex. ap. Ath.4.155e.II hold:1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib. 157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold,οὐρανὸν.. κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th. 517
, 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53;ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr.
373.2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu. 1047;ἔχομαι μέσος Id.Ach. 571
, cf. Eq. 388, Ra. 469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33;νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b
, cf. R. 490a.3 of arms and clothes, bear, wear,εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538
, cf. 595;παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17
;σάκος ὤμῳ 14.376
;κυνέην κεφαλῇ Od.24.231
;τάδε εἵματ' ἔχω 17.24
, cf. 573, etc.;στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel. 554
, cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat. 2a3.4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol. 1335b18; in fullἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32
; alsoπρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26
.ιγ.b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.7 enclose,φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
;σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219
;τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65
(lyr.); of places, contain,θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1147
(lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8
;ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30
.8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fullyχεῖράς τε καὶ ἔγχεα.. ἀντίον ἀλλήλων 5.569
; of horses or ships, guide, drive, steer, , cf. 11.760;φόβονδε 8.139
;τῇ ῥα.. ἔχον ἵππους 5.752
, etc.;παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc. 352
;ὅπῃ ἔσχες.. εὐεργέα νῆα Od.9.279
;παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95
, etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El. 720: metaph.,ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.
(?)ap.Sch.Pl.R. 600c; also (esp. in [tense] fut. σχήσω, [tense] aor. 2 ἔσχον), put in, land,νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92
;σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40
; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129;τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305
; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra. 188; ἔχε.. ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph. 1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj. 191 (lyr.);ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op. 445
;ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr. 272
;τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph. 360
; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or. 1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; soπρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25
.9 hold in, stay, keep back,ἵππους Il.4.302
, 16.712; check, stop, [ τινα] 23.720, etc. ( σχήσω is usu. [tense] fut. in this sense, , cf. Il.11.820, Ar.Lys. 284, D.19.272, butἕξω Il.13.51
); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848;ἔσχε κῦμα Od.5.451
;σιγῇ μῦθον 19.502
(soεἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93
);ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445
; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp. 660, Fr.773.61 (lyr.); ; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—[voice] Pass.,οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5
.10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687; ; : c.inf.,ἦ τινα.. σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182
; stop, hinder from doing,τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11
, cf. HG4.8.5;ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr. 686
, cf. Hdt.1.158, etc.;μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp. 658
; ὥστε μή .. X.An.3.5.11;τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu. 691
, cf. Hdt.5.101: also c. part.,ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC 888
(troch.); .11 keep back, withhold a thing,ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231
, cf. D.30.14;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115
, cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc. 270.13 with predicate, keep in a condition or place,εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54
, cf. 53, Ar.Th. 230;ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79
;σαυτὸν ἐκποδών A.Pr. 346
, cf. X.Cyr.6.1.37;σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba. 1085
;τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11
.14 hold, consider,τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3
(dub.), cf. E.Supp. 164;τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5
;τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32
;ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18
, cf.POxy.292.6 (i A.D.).III c.inf., have means or power to do, to be able, c. [tense] aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. [tense] pres. inf., Od.18.364, etc.;πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph. 1047
: sts. with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281;ἐξ οἵων ἔχω S.El. 1379
;ὅσον εἶχες E.IA 1452
; .b have to face, be obliged,παθεῖν Porph. Chr.63
;εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5
H.;βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50
.2 after Hom., οὐκ ἔχω, folld. by a dependent clause, I know not..,οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
, cf. Isoc.12.130;οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ.. ἀφανίσαι S.OC 1710
;οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24
;οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr. 705
;ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC 1743
; the two constructions combined,οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως.. πράξαιμεν Id.Ant. 270
.IV impers. c. acc., there is.. (as in Mod. Gr.),ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505
, cf. 1262, 1840.B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which.., Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone.., Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27;νωλεμέως ἐχέμεν 5.492
; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC 1169;ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra. 793
, cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt. 349e, Grg. 460a, etc.;ἔχ' αὐτοῦ D.45.26
.64 with Preps., to be engaged or busy, (lyr.), X.An.5.2.26, etc.;περί τινας Id.HG7.4.28
.II simply, be,ἑκὰς εἶχον Od.12.435
;ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39
;περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128
; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in.., Id.2.91;ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88
(lyr.);ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El. 238
;ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT 1226
, etc.2 freq. with Advbs. of manner,εὖ ἔχει Od.24.245
, etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, is going on well or ill, v. καλός, κακός (but [tense] fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45; ); οὕτως.. σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap. 39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl. 110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10;ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj. 981
;οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant. 639
;οὕτως ἔ. περί τινος X.Mem.4.8.7
, cf. Hdt.6.16;πρός τι D. 9.45
;τῇδ' ἔ. S.Ph. 1336
;κοσμίως ἔ. Ar.Th. 854
;ἥδιον ἔ. πρός τινας D.9.63
; ὡς εἶχε just as he was, Hdt.1.114;ὥσπερ εἶχε Th.1.134
, X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys. 610;ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30
;τἀναντία εἶχεν D.9.41
; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp. 462, Pl.R. 404d;εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108
; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59;ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107
;ὡς.. τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22
;ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT 345
, cf. E.Hel. 313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R. 456d;οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56
;μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32
;ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R. 571d
;οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11
: also c. acc.,εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg. 464a
, cf. X.Oec.21.7: c. dat.,οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315
;πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75
;τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10
.3 lead towards,ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180
, cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards,ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81
; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of Place, extend, reach to,ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64
.IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. [tense] aor. part. giving a perfect sense,κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42
;ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37
;ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec. 355
, cf. Th. 706; freq. in S.,θαυμάσας ἔχω OC 1140
, cf. Ant.22, al.: also in late Prose,ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1
;ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33
: less freq. c. [tense] pf. part., S.OT 701, Ph. 600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. [tense] pres. part., (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.2 part. ἔχων, with [tense] pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu. 509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib. 853, cf. Th. 473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg. 490e, Euthd. 295c;κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35
(and so possiblyἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23
);παίσδεις ἔ. Theoc.14.8
: so in later Prose,παίζεις ἔ. Luc. Icar.24
; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.C [voice] Med., hold oneself fast, cling closely,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433
, cf. Il.1.513, etc.;πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329
: mostly c. gen., hold on by, cling to, [ πέτρης] ib. 429;χερσὶν ἀώτου 9.435
;βρετέων A. Th.98
(lyr.);ἑξόμεσθάσου Ar.Pl. 101
; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.2 metaph., cleave, cling to,ἔργου Hdt. 8.11
, X.HG7.2.19; (iii A.D.);τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a
; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E. Ion 491, Fr. 409;τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140
; lay hold on, take advantage of,τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32
;προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94
; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to,ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17
; to be zealous for, [ μάχης] S.OC 424; ;κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17
, etc.3 come next to, follow closely, ib.1.8.4;ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9
; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of Time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3;ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15
(iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg. 494e (withoutτούτοις Isoc.6.29
).5 pertain to,ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg. 661b
;ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt. 319e
;ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men. 94b
, etc.: esp. in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120, 193;ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77
; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.II bear or hold for oneself, κρήδεμνα ἄντα παρειάων σχομένη before her cheeks, Od.1.334; ἀσπίδα πρόσθ' ἔσχετο his shield, Il.12.294, cf. 298, 20.262.IV keep oneself back, abstain or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84;βίης Od.4.422
;ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129
;τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85
;τῆς τιμωρίης Id.7.169
;τῶν ἀθίκτων S.OT 891
(lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328; ; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316;Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh. 174
: abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.V [voice] Pass. ofἔχω B. 1
, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα are balanced on.., Hdt.6.11.------------------------------------ἔχω (B), -
10 φέρω
φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.Aἤφεραν IG3.1379
), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.φέρτε Il.9.171
; [ per.] 2sg. subj. ; [ per.] 3sg. subj.φέρῃσι Il.18.308
, Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.φερέμεν Il.9.411
, al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.φέρον 3.245
; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.II [tense] fut.οἴσω Il.7.82
, etc.; [dialect] Dor.οἰσῶ Theoc.3.11
; [ per.] 1pl.οἰσεῦμες Id.15.133
; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.οἶσε Od.22.106
, 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;οἰσέτω Il.19.173
, Od.8.255; [ per.] 3pl.οἰσόντων Antim.15
; inf.οἴσειν Pi.P.4.102
, [dialect] Ep.οἰσέμεν Od.3.429
,οἰσέμεναι Il.3.120
, Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.οἶσαι Ph.1.611
codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.οἴσομαι Il.22.217
, S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7
, al.): [tense] fut. [voice] Pass.οἰσθήσομαι D.44.45
, Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.προοῖσται Luc.Par.2
; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg. (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, butἤνεγκα S.El. 13
, E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dualδι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b
; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37
, al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg. , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg. (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; butἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33
, 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847
: subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg. , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, butἐνέγκοι Id.Fr.84
(anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf. , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.ἐνεγκών Pi.I.8(7).21
, S.El. 692, Th.6.56, etc.,ἐνέγκας IG22.1361.21
([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we findἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53
, and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper. ); [ per.] 2sg. , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg. , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b
, ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188
: part.ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131
, ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.ἔνεικε Od.21.178
, inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.ἀν-ένεικα Od.11.625
; [ per.] 2sg.ἀπ-ένεικας Il.14.255
; [ per.] 3sg.ἤνεικε Od.18.300
, al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.ἔνεικε Il.15.705
, al.; [ per.] 1pl.ἐνείκαμεν Od.24.43
; [ per.] 3pl.ἤνεικαν Hdt.3.30
, [dialect] Ep.ἔνεικαν Il.9.306
; imper. [ per.] 2sg.ἔνεικον Anacr.62.3
; [ per.] 2pl.,ἐνείκατε Od. 8.393
; [ per.] 3pl.ἐνεικάντων Schwyzer 688
B 3 (Chios, v B. C.); inf.ἐνεῖκαι Il.18.334
, Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.ἐνείκην Alc.Oxy.1788
Fr.15ii 20; part.ἐνείκας Il.17.39
, ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22
(Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.ἀν-ενείκατο Il.19.314
; [ per.] 3pl.ἠνείκαντο 9.127
, Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.ἐνεικάμενος Alc.35.4
.2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.ἤνικε IG42(1).121.110
(Epid., iv B. C.); Bi11 (Delph., iv B. C.);ἀν-ήνικε IG4.757A12
, al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl. Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49
(Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381
,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12
(2).526a5 (Eresus, iv B. C.).b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.εἴνιξαν IG7.2418.24
(Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.V other tenses: [tense] pf.ἐνήνοχα D.21.108
, 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12
, Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.ἠνέχθην X.An.4.7.12
and freq. in compds.; [dialect] Ion.ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66
, etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115
(Epid., iv B. C.); Hellenisticἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42
(iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111
(Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150
(Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53
(Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d
,εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340
;ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4
; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37
; [dialect] Att. [tense] plpf.προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20
; part.κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2
, Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)A [voice] Act.,I bear or carry a load,ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568
;μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303
;ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622
;χοάς A.Ch.15
;φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564
;χερσὶν φ. Id.Ant. 429
;φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14
; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς); ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531
(lyr.);γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581
, cf. Supp. 994;καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930
codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφονβάσιν φ. Id.Tr. 967
(lyr.).II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362
; πρόσω φ. ib. 369;εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444
, cf. Pl.Lg. 914b;πόδες φέρον Il.6.514
;πέδιλα τά μιν φέρον 24.341
, etc.; of horses, 2.838;ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232
, etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17
.b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.2 of wind, bear along, [πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26
; [σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330
, cf. 4.516, Il.19.378, etc.;ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300
, 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d
;φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023
, cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.III endure, suffer,λυγρά Od.18.135
;ἄτην Hdt.1.32
; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;ξυμφοράς Th.2.60
; ; also of food,ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21
; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2
: metaph.,ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a
.2 freq. with modal words,πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82
; ;ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31
;θυμῷ φ. Id.5.80
;χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13
: esp. with an Adv., [ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215
; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36
;αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104
;συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35
;ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d
, al.;εὐπετῶς φ. S.Fr. 585
, X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck) ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155
, cf. Ar.Th. 385, etc.;φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93
;ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a
: c. gen.,τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77
, cf. 2.62;ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21
, cf. Isoc.12.232;πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55
: c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.IV bring, fetch,εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196
;φ. ἄποινα Il.24.502
;ἄρνε 3
, 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;ἔντεα Il.18.191
;τόξα Od.21.359
; ; , etc.;γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131
:—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,ποδάνιπτρα Od.19.504
;οἶνον Alc.35
, cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282
; fetch, Od.2.410;χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470
.2 bring, offer, present,δῶρα Od.8.428
, etc.;μέλος Pi.P.2.3
; ;φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602
;πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31
; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572
, Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.b = ἄγω iv. 1,ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7
; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1
.3 bring, produce, cause, [ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31
;ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283
, cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132
, cf. 8.516; ;θάνατον φ. B.5.134
;τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c
; ;τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135
(lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13
(Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,παραδείγματα Isoc.7.6
, etc.;πάσας αἰτίας D.58.22
;ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3
.4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;λόγον Pi.P.8.38
;ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781
, cf. Tr. 493;ἐπιστολήν X.Ages.8.3
: hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248
(troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,λόγους φ. E.Supp. 583
; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9
:—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);δασμόν X.An.5.5.10
; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19
;μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12
(but usu., receive, draw, pay,μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66
; ;αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17
, cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2
, cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35
.6 apply, refer, , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45
;ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7
, cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,φ. χορηγόν D.20.130
, 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.; (ii B. C.);τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13
, al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785
(lyr.).V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229
;ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110
; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139
;γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5
, cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91
; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4
; also of living beings,τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c
;ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1
; one's country,Hld.
2.29, Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (alsoἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202
); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25
; [τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9
;φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14
.VI carry off or away,Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302
;φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429
, 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;αἶγα λέοντε φ. 13.199
; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11
; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.ἄγω 1.3
), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37
;ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17
;κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10
(Tamynae, iv B. C.);αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128
; of a divorced wife,αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2
; φέρειν alone, rob, plunder, ;ἀλλήλους Th.1.7
; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759
:—[voice] Med. in same sense,ἔναρα Il.22.245
;πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856
;ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124
, cf. 15.378.3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308
;φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657
; ; ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651
;ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590
; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e
: also, receive one's due,φ. χάριν S.OT 764
; ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968
A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217
; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538; ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): henceοὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104
; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129; ; ;χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9
;φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2
; ;εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969
;δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638
;ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266
(lyr.);ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131
: generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97
: hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.VII abs., of roads or ways, lead to a place,ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122
, cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31
;ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15
; ;ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24
(but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.2 of a district or tract of country, stretch, extend to or towards, φέρειν ἐπί orἐς θάλασσαν Hdt.4.99
; ἐς τὴν μεσόγαιαν ib. 100;πρὸς νότον Id.7.201
; ἡ ἀπὸ δυσμῶν αὐτῆς (sc. τῆς Κιμβρικῆς)καὶ ἐπὶ τὸν Ἄλβιν φέρουσα Ptol.Geog.2.11.2
, cf. 3.3 metaph., lead to or towards, be conducive to,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
;τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90
; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991; : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)ταῦτα ποιέειν Hdt.3
. 134; soτὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31
;τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562
(lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d
; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.b point to, refer to a thing,ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120
; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159; , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;πρός τινας Pl.R. 538c
;ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120
; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79
: c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223
; use a word,οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6
, cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63
: more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e
; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104
(v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11
;κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60
(Pergam., ii B. C.); are in use,Ptol.
Geog.7.4.11; of literary works, to be in circulation,ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a
, cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.1 before another imper.,φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296
(anap.);φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534
;φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b
; soφέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127
.2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14
;φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4
;φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361
, cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300
.3 before a rhetorical question,φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571
;φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788
(anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phraseφέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218
;φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183
, cf. Antipho 5.36; alsoφ. δή Pl.Grg. 455a
, al.: usu. first in a sentence, butτὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c
, etc.5 φέρε c. inf., suppose, grant that..φ. λέγειν τινά Plu.2.98b
; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47
P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή); εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73
(Pall.).2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e
, cf. R. 345b; soὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24
; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8
.b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159
; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν
hurling themselves,Plb.
1.17.8;εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82
; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27
, cf. Ach.Tat.1.7;σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24
;τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3
, cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24
, cf. Per.7; , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456
B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513
, cf. 16.665, 17.131;τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798
, cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a
;πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d
;τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520
;ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c
;φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b
; simply, move, go,ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309
(anap.); , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.
ap. Aët.9.12;πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19
: metaph.,εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729
;πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b
, cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30
; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b
;ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89
.3 of voluntary and impulsive motion,ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172
; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37
;φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23
;ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59
;φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18
.II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074
;κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25
;εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17
; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60
;φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5
;χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6
; of euphonious writing,σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26
.2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3. -
11 ΔΕ'ω
ΔΕ'ω, binden; Wurzel Δε-; ältere Nebenform δίδημι, welches vgl.; Sanskrit ved. dâ »binden«, dâman »Strick«, dâmâ »Fessel«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 57. 199. A verbo der Attischen Prosa δέω, δήσω, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέϑην; futur. exact. δεδήσομαι, z. B. Plat. Rep. II, 361 e; futur. pass. δεϑήσομαι Demosth. 24, 126. 131. 190. 191; auch in ου wird oft contrahirt, z. B. δοῦσαν Dinarch. ap. Poll. 8, 72. Bei Hippocrat. perfect. δέδεσμαι. Bei Homer oft Formen vom aorist. act. ἔδησα; außerdem: δέοιμι, Odyss. 8, 352; imperat. δεόντων, Odyss. 12, 54, Scholl. Didym δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιϑέντων, s. δίδημι; δέον 3 plur., Odyss. 12, 196; δήσειν, Iliad. 21, 454; medium δέοντο, Iliad, 18, 553; ἐδήσατο, öfters; δησάσκετο, Iliad. 24, 15; δησαίμην, Iliad. 8, 26; δησάμενος, Iliad. 17, 290; δησάμενοι, Odyss. 2, 430; δέδετο, Odyss. 24, 229; passiv. δέδετο, Iliad. 5, 387; δέδεντο, Odyss. 10, 92. Vgl. die Homerischen composita ἐκδέω, ἐνδέω, ἐπιδέω, καταδέω, περιδέω, συνδέω, ὑποδέω. Oefters ist es schwer, zu entscheiden, ob eines dieser compos. in tmesi vorliegt. oder das simplex: Odyss. 12, 196 πλείοσί μ' ἐν δεσμοῖσι δέον; Odyss. 12, 161 ἀλλά με δεσμῷ δήσατ' ἐν ἀργαλέῳ; Iliad. 5, 386. 387 ὅτε μιν Ὦτος κρατερός τ' 'Εφιάλτης δῆσαν κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ· χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο; vgl. Iliad. 2, 111 Ζεύς με μέγα ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ; Iliad. 22, 398 ἐκ δίφροιο δ' ἔδησε; 23, 854 ἱστὸν δ' ἔστησεν νηός, ἐκ δὲ πέλειαν μηρίνϑῳ δῆσεν ποδός; Iliad. 10, 475 παρ' αὐτῷ δ' ὠκέες ἵπποι ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο; vgl. Iliad. 23, 121 τὰς μὲν ἔπειτα Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων; zweifelhaft ist auch die öfters wiederkehrende Wendung ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Odyss. 2, 4, αὐτίκ' ἔπειϑ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, 5, 44. Das composit. ὑποδέω kommt überhaupt nur in solchen Stellen mit zweifelhafter Tmesis vor. Wirklich mediale Bdtg ist wohl in der Redensart ποσσὶν ὑπὸ ἐδήσατο πέδιλα; zweifelhaft in dieser Hinsicht ist z. B. Odyss. 2, 430 δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα, wo recht gut das medium Homerisch in der Bdtg des activi stehn kann; sicher ist so, medium Homerisch = activ., wohl Iliad. 18, 553 zu nehmen, ἄλλα (δράγματα) δ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο. Meistens ist δέω bei Homer im eigentlichen physischen Sinne gebraucht, wie z. B. auch Iliad. 1, 406 von einer wirklichen Fesselung des Zeus zu verstehn. Zweifelhaft ist Odyss. 8, 852, wo dem Hephästus Poseidon sich zum Bürgen für Ares anbietet, Hephästus jedoch antwortet πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι μετ' ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν, εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας; hier kann δέοιμι bildlich sowohl wie eigentlich genommen werden, vgl. Apollon. Lex. Hom. p. 57, 30 δέοιμι· δεσμεύοιμι und die Scholl., in denen berichtet wird, daß Aristarch πῶς ἂν εὐϑύνοιμι geschrieben habe. Sicher bildlich ist Iliad. 14, 73 ἡμέτερον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν; und, mit einem genitiv., Odyss. 4, 380. 469 ὅς τίς μ' ἀϑανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύϑου, wer mich an der Fahrt hindert. Mit doppeltem accusat., in eigentl. Bdtg, Odyss. 12, 50 δησάντων σ' ἐν νηὶ ϑοῇ χεῖράς τε πόδας τε ὀρϑὸν ἐν ἱστοπέδῃ, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 58, 13. Das Bindemittel im dativ., Iliad. 21, 50 δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας ἐυτμήτοισιν ἱμᾶσιν. – In der Bdtg verbinden, eine Wunde, Odyss. 19, 457 ὠτειλὴν Ὀδυσῆος δῆσαν ἐπισταμένως; vgl. Iliad. 13, 599 αὐτὴν (eine verwundete Hand) ξυνέδησεν ἐυστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ, σφενδόνῃ. – Folgende: Plat. Cratyl. 404 a; Her. 4, 72; Ar. Ach. 1137; πρός τι, an etwas, Thuc. 3, 103; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους 4, 47; πρὸς κίονα Soph. Ai. 108; κίονι 240; πρός τινι, Aesch. Prom. 15; ἐς πέδας δήσαντες, ἐν πέδαις ἐδεδέατο, Her. 5, 77. 1, 66, u. öfter; ἐν μακαρίᾳ ἀνάγκῃ Plat. Rep. VIII, 567 c; bes. = ins Gefängniß werfen, ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεϑείς Legg. IX, 864 e, u. öfter, wie bei den Rednern; vgl. Lys. 6, 23; ἐν τῷ ξύλῳ, Dem. 24, 146; δεδέσϑαι ποδοκάκῃ τὸν πόδα 24, 105; Ggstz ἀναλύειν, Teleclid. Plut. Pericl. 16; – übertr., κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται Pind. P. 3, 54; λύπῃ, Eur. Hipp. 160; τὸ στόμα μου δέδεται Lucill. 48 (XI, 138), wie behext, durch Zauber.
-
12 ἌΓω
ἌΓω, fut. ἄξω, Dor. ἀξῶ, Theocr. 15, 40; – aor. II ἤγαγον, ἀγαγεῖν; aor. I ἦξα Batrach. 115. 168; med. ἠξάμην; Her. u. einzeln bei den Attikern, bes. in den compos., wie ἀπῆξαν. Ar. Ran. 469, προςῆξαν Thuc. 2, 97, προεξάξαντες 8, 25; die Formen ἄξετε Iliad. 3, 105. 24, 778 Odyss. 14, 414 u. ἄξεσϑε Iliad. 8, 505 als imperat. aor., ἀξέμεναι Iliad. 23, 50, ἀξέμεν Iliad. 23, 111. 24, 663 als infin. aor. erklärt, wie βήσετο, δύσετο u. dgl., können auch als Futurformen gelten, für welche in Prosa praes. oder aor. stehn würde, vgl. die Aristarchischen Notizen bei Friedlaender Aristonic. p. 6; Iliad. 8, 545 ἐκ πόλιος δ' ἄξοντο βόας; ἄξαι Antinho 5, 46; vgl. Lob. zu Phryn. p. 287. 735; – perf. ἦχα unatt. nach den Atticisten, ἀγήοχα, wassich uaib Phrynich. bei Lysias fand, Arist. Oec. 1, 7 u. Sp. wie Plut. Phoc. 17; εἰςαγηοχότες steht im Brief des Philipp Dem. 18, 39 u. καταγήοχεν im Dekret ib. 73; – pass. ἦγμαι, – fut. ἀχϑήσομαι Plat. Hipp. mai. 292 a; vgl. προάγω. – Führen, leiten, zunächst 1) belebte Wesen, βεβλημένον, einen Verwundeten führen, Iliad. 11, 650, ἵππον 23, 596, ἀλόχους τε φίλας καὶ νήπια τέκνα ἐν νήεσσιν 4, 239; ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, führte sie unters Joch, schirrte sie an, 5, 731, βοῠν Od. 3, 383, auch ἵππους ζεύξαϑ' ὑφ' ἅρματ' ἄγοντες 478, wie Aesch. Prom. 463; ϑηρίον ἐπὶ τὸ πιεῖν Plat. Rep. IV, 439 b, ἡκέτην ἄγοντε τὸν Πρόδικον Prot. 317 e, ποῖ καὶ παρὰ τίνας ἄγομεν τοὺς κάμνοντας Gorg. 478 b; so bei Xen. ὑποζύγια, ἵππους, An. 4, 5, 24 Equ. 6, 4; auch τῆς ἡνίας τὸν ἵππον, das Pferd am Zügel führen, 6, 9; mit doppeltem acc. τὰς κύνας τὰ ὄρη, in das Gebirge, Cyneg. 4, 9, wo jetzt εἰς hinzugesetzt ist, vgl. Soph. Ant. 805; anders τὸ στράτευμα ἦγε τὴν ἐπὶ Μέγαρα Hell. 4, 4, 13, vgl. ἐπὶ τὴν ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε Mem. 2, 1, 23; ἄγομαι τάνδ' ὁδόν Soph. Ant. 869; vom Wegweiser Xen. An. 1, 3, 17 u. sonst. Auch wie im Deutschen vom Wege, ὁδὸς ἡ ἐπὶ τοῠτο ἄγουσα, dahin führend, Plat. Rep. IV, 435 d; ἡ σχιστὴ ὁδὸς εἰς ταὐτὰ ἄγει, der Weg trifft zusammen, Soph. O. R. 734; τὰ ἵχνη ἄξει, die Spuren werden führen, Xen. Cyn. 8, 4. – Bes. 2) anführen, vom Feldherrn, λαόν Il. 10, 79, Λυκίων μέγα ἔϑνος 12, 330; λόχον Aesch. Spt. 56, στρατόν Soph. O. C. 1327; häufig in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 17, λόχους ὀρϑίους An. 4, 3, 13, u. mit Weglassung von στρατόν absolut ᾑγε ταχέως, crmarschierte schnell, 4, 1, 17 u. öfter; ἄγειν ἐπί τινα, πρὸς τοὺς πολεμίους, auch ἐγγὺς ἄγειν, sich nähern. – Von den Göttern u. dem Schicksal, τὸν δ'ἄγε Μοῖρα κακή, ihn führte, trieb die böse Möre, Il. 13, 602, vgl. 2, 834; ϑεῶν ἀγόντων, unter Leitung der Götter, Soph. O. C. 994, wie εἰ ϑεὸς ἄγει 254; vgl. Her. 7, 8, 1; ἡ πεπρωμένη ἄγει ϑανεῖν ἀδελφὴν ἐμήν, das Geschick hat beschlossen, daß meine Schwester sterben soll. Eur. Hec. 43; ἄγει ὁ ϑεὸς οὕτως, Gott will es so, Xen. An. 6, 1, 18. Ferner, den Staat lenken, regieren, wie Plat. ἄρχειν καὶ ἄγειν Phaedr. 237 d, ἄγειν καὶ δεσπόζειν Phaed. 94 e verbindet; πολιτείαν, den Staat verwalten, Thuc. 1, 127, wie Plut. Cat. min. 1; πόλιν Plat. Legg. VI, 771 b, δήμους III, 681 c; so auch ψυχὴ ἄγει πάντα Legg. X, 896 e. Von Leidenschaften, Furcht u. Hoffnung geleitet werden, ἀγόμενος ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. Prot. 355 a, ὑπ. ἐλπίδος Phaed. 68 a; wohin auch gerechnet werden kann Il. 10, 391 πολλῇσίν μ' ἄτῃσι παρὲκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ, bethörte mich; ποῖ ἡ ἐπιϑυμία αὐτὸν ἄξει Plat. Rep. II, 359 c; τοῖς ἔξωϑεν λόγοις ἠγμένος, durch äußere Gründe veranlaßt, Dem. 18. 9. Und so allgemeiner aufs Geistige übertragen, ἐπὶ τὸ βέλτιστον ἄγειν, zum Besten führen, anleiten, Plat. Tim. 48 a; εἰς πίστιν, zur Ueberzeugung, Legg. XII, 966 d, εἰς κακὰς δόξας Rep. VI, 363 d, τὰ πρὸς τὴν νόησιν ἄγοντα μαϑήματα VII, 522 e, τὰς ψυχὰς εἰς τὴν ἀρετήν VIII, 547 b. Man vgl. hiermit εἰς οἶκτον ἄγειν, zum Mitleid bewegen, Eur. Iph. A. 653, wie εἰς ἔλεον Dem. 25, 76; τὴν πόλιν εἰς ὁμόνοιαν 22, 74; Sp. noch häufiger; εἰς φόβον Pol. 3, 2, 2, εἰς ἐπίστασιν 2, 56, 6, εἰς μνήμην 2, 35, 5. – Geistig anleiten ist erziehen; dah. καλῶς ἀχϑεῖσαι den ἀνάγωγοι, ungebildeten, entgegenstehen, Xen. Mem. 4, 1, 3; κακῶς, φαύλως ἠγμένοι, schlecht Erzogene, Plat. Alc. I, 124 a; Dem. 13, 15; ἄγειν καὶ τρέφειν Luc. Anach. 20, Plut. ed. lib. 4 g. E. ἤγαγεν σκύλακας. – 3) Selten von leblosen Dingen; ὕδωρ, Wasser leiten, Plat. Legg. VIII, 844 b; – τεῖχος, eine Mauer ziehen, Thuc. 6, 99; ὄγμον, eine Furche ziehen, Fhcoer. 10, 2; τάφρον Plut. Ages. 39; – νεφέλας ἐπὶ ναυσίν, Wolken herausführen, Eur. Hel. 1149; – Iliad. 23, 50 ὕλην ἀξέμεναι, 111 οὐρῆάς τ- ὤτρυνε καὶ ἀνέρας ἀξέμεν ὕλην; so bes. von Waaren, ἄγω δ' αἴϑωνα σίδηρον Od. 1, 184. Damit vgl. man einerseits, wo es mehr nach 4) übergeht, ἄποινα, ὀνείατα ἄγειν II. 22, 350. 24, 367; κειμήλια Od. 15, 159; δῶρα, Geschenke bringen, Soph. Trach. 495; Xen. Cyr. 5, 5, 12 u. öfter; ἀπαρχάς, die Erstlinge darbringen, Soph. Trach. 182; ἐσϑῆτας βασιλεῖἄγειν; – andrerseits die Stellen, wo es von Schiffen und Wagen gesagt ist, führen, tragen, Iliad. 5, 839 δεινὴν γὰρ ἄγεν ϑεὸν ἄνδρα τ' ἄριστον ( scil. ὁ ἄξων); ἀπήνη ἄγει Λάϊον Soph. O. R. 753; νῆες πεζοὺς ἤγαγον Aesch. Pers. 553; vgl. Soph. Phil. 523; Xen. An. 5, 1, 4, vom Pferde 1, 9, 27. Dah. pass. ὅπλα ἤγετο ἐπὶ ἁμαξῶν Xen. An. 1, 7, 15, vgl. Hom. ϑῆκ' ἐπὶ νηὸς ἄγεσϑαι Il. 16, 223; vgl. Od. 13, 216; Eur. ἐπὶ νεὼς ἄξεις I. T. 1001. Die oft wiederholte Regel ἄγεται τὰ ἔμψυχα, φέρεται τὰ ἄψυχα ist unrichtig; die Attiker wie Homer unterscheiden beide Berba ebenso, wie man im Deutschen »tragen« und »führen« unterscheidet; dabei giebt es natürlich Fälle, wo man, von verschiedener Vorstellung ausgehend, beide Verba gebrauchen kann. Vgl. Odyss. 21, 196 die Frage ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆι ἀμυνέμεν, εἴ ποϑεν ἔλϑοι ὧδε μάλ' ἐξαπίνης καί τις ϑεὸς αὐτὸν ἐνείκοι; mit der Antwort vs. 201 Ζεῠ πάτερ, αἲ γὰρ τοῠτο τελευτήσειας ἐέλδωρ, ὡς ὲλϑοι μὲν κεῖνος ἀνήρ, ἀγάγοι δέ ἑ δαίμων. Ebenso verhält sich Iliad. 24, 367 τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο ϑοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγοντα zu 24, 502 τοῠ νῠν εἵνεχ' ἱκάνω νῆας' Αχαιῶν, λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ' ἀπερείσἰἄποινα; u. ineinern. ders. Stelle 24, 139 τῇδ' εἴη· ὃς ἄποινα φέροι, καὶ νεκρὸν ἄγοιτο. Dagegen unmöglich wäre ἄγειν Iliad. 24, 275 ἐκ ϑαλάμου δὲ φέροντες ἐυξέστης ἐπ' ἀπήνης νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσἰ ἄποινα, und es ist vollkommen richtig, was Aristonic. Schell. Iliad. 23, 263 sagt ἀκριβὴς γὰρ ὁ ποιητὴς περὶ τὰ ἀκτὰ καὶ φορητά. Lehrreich ist z. B. Iliad. 23, 512 δῶκε δ' ἄγειν έτάροισιν ὑπερϑύμοισι γυναῖκα καὶ τρίποδ' ὠτώεντα φέρειν u. Odyss. 4, 622 οἱ δ' ᾑγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον. Wie Aristarch die Regel ausdrückte, ist nicht mehr deutlich; man sehe die schwachen Spuren der Ueberlieferung bei Lehrs Aristarch. p. 142. – 4) mitbringen, mitnehmen, mit sich führen, mit sich bringen: έταίρους τρεῖς ἄγον, ich nahm drei Gefährten mit, Od. 4, 434, κῆρυξ ἦλϑεν ἄγων ἀοιδόν 8, 62; καὶ αὐτὸς παρέσει καὶ ἄλλους ἄξεις Plat. Hipp. mai. 286 c, ἐξ έκάστων τῶν πόλεων Prot. 315 a; Xen. τὴν μητέρα μεϑ' έαυτοῦ Cyr. 5, 4, 38. Dah. ist τοὺς ϑεράποντας ἄγων geradezu: mit den Dienern, Mem. 3, 3, 2, vgl. Hell. 3, 4, 10; περσικὸν στόλον ἄγων, mit einer persischen Flotte, Plat. Legg. III, 698. S. med. Auch von leblosen Dingen: νέφος λαίλαπα ἄγει, bringt den Sturm mit, Il. 4, 278, πέπλους Σιδονίηϑεν 6, 291; κειμήλια, χρήματα, Od. 14, 385 Il. 11, 632. Hieran schließt sich ἄγειν ἀγώγιμα, Waaren führen, ungefähr wie bei uns die Kaufleute sagen, Plat. Prot. 313 d; ἀγοράν Xen. An. 5, 7, 18; mit πωλεῖν verbdn Plat. Soph. 224 a. wie Xen. An. 1, 5, 5, im Ggstz von ἄγεσϑαι u. πιπράσκεσϑαι. – 5) Gewaltsam mit sich nehmen u. forttreiben, bes. ἄγειν καὶ φέρειν, Menschen u. Vieh wegtreiben und alles bewegliche Eigenthum fortschleppen, rauben und plündern, von Her. an bes. bei Geschichtschreibern häufig, sowohl mit dem acc. der Sache, τὰ σά Her. 1, 88, τὰ τῶν Ἀρμενίων Xen. Cvr. 3, 2, 12, und pass. ἡ χώρα ἐφέρετο καὶ ἤγετο, als mit dem acc. der Person, τοὺς περιοίκους Her. 1, 166, ἀλλήλους 6, 42, τοὺς πολεμίους Isocr. 6, 74, τοὺς Θρᾷκας Xen. An. 2, 6, 5, in der Umstellung ἔφερε καὶ ἦγε, welche in dieser Vrbdg selten, auch Hell. 5, 4, 42; pass. ἀγόμεϑα καὶ φερόμεϑα Eur. Tread. 1310, ἄγομαι, φέρομαι ὑπὸ χρήστων Ar. Nub. 241. Dagegen in der Bdtg: herbeiführen und tragen, ohne feindliche Beziehung, steht φέρειν καὶ ἄγειν, z. B. χρυσοῦ πλῆϑος Plat. Phaedr. 279 c, u. übertr. ποίησιν Legg. VII, 817 a; vgl. Xen. Cvr. 3, 3, 2. 5, 4, 29; ἄγειν καὶ καίειν τὴν Βιϑυνίδα Hell. 3, 2, 4; – Eur. verstärkt ἄγετε, φέρετε, ῥίπτετέ νιν Trcad. 769. Auch allein: mit Gewalt fortschleppen, ἀπὸ βρετέων Aesch. Suppl. 425, ἁρπάσας ἄξει Eur. I. A. 1365, δήσας ἄξει Heraclid. 861, wie Mel. 57 (VII, 119) u. Mesch. 1, 24; ἵππους αἰχμαλώτους καὶ ἄνδρας Xen. Cyr. 4, 3, 1, λείαν 5, 3, 1, χρήματα 1, 4, 19, u. pass. τῶν ἡμετέρων ἀγομένων 6, 1, 7; ἐξανδ' ραποδισάμενος ἦγε Plat. Legg. III, 698 c, δοῠλον XI, 914 e; δούλα ἄγομαι, als Sclavin werde ich fortgeschleppt, Eur. Troad. 140, vgl. 610; ebenso εἰς δουλείαν Aesch. 1, 62. 3, 157 (Ggstz: εἰς ἐλευϑερίαν ἐξαιρεῖσϑαι, Meier und Schöm. Att. Proc. p. 395); ἐξόρους ἄγειν, verbannen, Eur. Bacch. 51; ἄχϑη ἀγόμενος Her. 6, 30, er wurde gefangen fortgeführt. Hieran reiht sich – 6) ἄγειν εἰς δικαστήριον, vor Gericht führen, schleppen, anklagen, Plat. Legg. XI, 928 b; εἰς την δίκην, sehr oft, εἰς δίκας Xen. Mem. 2, 9, 1, εἰς κρίσιν Plat. Legg. IX, 856 c, εἰς ἀγῶνα Eur. Bacch. 972, ἐπὶ τοὺς δικαστάς Plat. Legg. XII, 856 c, ἐπὶ τοὺς ἐφόρους Xen. Lac. 4, 6, παρὰ πολέμαρχον Hell. 5, 4, 8; ὑπὸ τὴν ψῆφον, dem Urtheil unterwerfen, Dem. 59, 126; Aesch. 3, 20; ähnlich ἐπὶ τὸ βῆμα ἄξειν καὶ ἀναγκάσ ειν ἀποκρίνασϑαι 3, 55; ὑπὸ τοὺς νόμους Dem. 24, 131. Allgemeiner ἀμφισβήτημα ἄγειν πρὸς δικαστάς Plut. Sol. 18; pass. οὐκ ἀχϑήσεται καὶ δίκας ὀφλήσει; Plat. Hipp. mai. 292 a, wird er nicht vor Gericht geführt werden? εἰς δεσμοὺς ἄγειν, ins Gefängniß, Eur. Bacch. 518; ἐπὶ ϑανάτῳ, zum Tode abführen, Xen. An. 1, 6, 10 Mem. 4, 4, 3. – 7) herbeiholen, ἄξει ἀμύντορας Od. 2, 326, ἄξεϑ' ὑῶν τὸν ἄριστον 14, 414, πάντας ἰὼν έτάρους ἀγέτω 3, 424; ἐκ Σαλαμῖνος Λέοντα Plat. Apol-32 d; πλοῖα Xen. An. 5, 1, 6, συμμάχους Cyr. 4, 5, 12. Aehnlich τὸ ἀνακρυπτόμενον εἰς φῶς ἄγειν Plat. Phaedr. 261 e u. öfter, ans Licht bringen, vgl. Pind. Ol. 5, 14 δᾶμον εἰς φάος; – λίϑος δακτυλίους σιδ ηροῦς ἄγει, zieht das Eisen an, Plat. Ion. 533 d. – 8) ach ten, schätzen, wie ducere, anknüpfend an καίμευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, meinen Ruhm hätten (mit sich geführt u.) verbreitet, Od. 5, 311; περὶ πλείστου ἦγον τὰ τοῠ ϑεοῠ πορσύνειν Her. 9, 7, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ αὐτὸν ἦγον 2, 172, οὐδαμοὺς μέζονας ὑμέων ἄγω 7, 150, 3, u. med. ἐν τιμῇ ἄγεσϑαι 1, 134. 2, 83; ἐν τιμῇ ἄγειν u. ἐντίμως ἄγειν τι, Plat. Rep. VII, 538 e 528 c; Plut. Mar. 40; Luc. Necyom. 13; ἐν ἴσῃ τιμῇ ἄγω Gall. 5; τίμιον ἄγειν. 8, 81, διὰτιμῆς ἄγειν. Prom. 4 App. B. C. II, 20, alles: Jemanden ehren, in Ehren halten; ὧδέ πως τὴν σοφίαν ἄγουσι, sie urtheilen so von der Weisheit, Plat. Theaet. 172 b; ὧδ' ἀνάνδρους ἄγεις Θήβας Eur. Bacch. 1035; ἄγοιμι ἂν ϑεούς Aesch. Suppl. 902; wie sonst νομίζω; ϑεὸν ἄγειν τινά Luc. Gall. 18; ὡς παρ' οὐδὲν ἄγ., für nichts achten, Soph. Ant. 34; ähnlich δυςφόρως τοὔνειδος ἦγον, wie mo-leste ferre, O. R. 784; pass. ἠγόμην μέγιστος, ich wurde geachtet, 774; πρόσϑεν ἄγειν τί τινος Eur. Bacch. 225; vorziehen, Antiph. bei Harpocr. τοὺς νόμους μεγάλους ἄγοι, durch ἡγοῖτο erkl. Hierher gehört auch εἰς ἐϑελοκάκησιν ἄγειν τι, es für absichtliche Beleidigung halten, Pol. 27, 13, 13; ταπεινῶς ἄγειν Athen. X, 393 f. vgl. IV, 153 a; ϑαυμαστὸν ἄγειν Ael. H. A. 10, 21. – 9) Dem Sinne nach schließt sich hieran, doch eigtl. von der Wagschaale entlehnt, die Schaale ziehen, d. i. wiegen, schwer sein (VLL. ἐπὶ τοῠ σταϑμοῠ), τἀκπώματα ἦγε δύο δραχμάς Alexis Ath. XI, 503 a u. öfter; χρυσὶς ἑκάστη ἄγουσα μνᾶν, jede eine Mine schwer, Dem. 22, 26, ὅσον ἦγον αἱ φιάλαι 49, 32; auch werth sein: ὁ ἀκινάκης ἦγε τριακοσίους δαρεικούς 24, 129. Man vgl. Soph. El. 118 μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίῤῥοπον ἄχϑος, ich kann nicht mehr dem Schmerz das Gleichgewicht halten (eigentl. die gleichwiegende Last ziehen). – 10) Von den vielfachen übrigen Verbindungen, in denen es meist einen dauernden Zustand (woran man irgend wie thätigen Antheil nimmt) hinbringen, durchführen, bedeutet, merke man noch: ἑορτὴν ἄγει ν, ein Fest feiern, Her. 1, 138 u. oft, Plat. Rep. I, 327 a, Xen. Cyr. 6, 2, 3; μυστήρια Hell. 1, 4, 8, Ἑρμαῖα Plat. Lys. 206 d, ϑιάσους Eur. Bacch. 115, ἀχϑῆναι Διονὐσια Luc. Tim. 51, ϑυσίας Plat. Alc. II, 148 e, βουϑυσίαν Ep. ad. 513 (VII, 119); wohin auch Hes. O. 768 zu ziehen, εὖτ' ἂν ἀληϑείην λαοὶ κρίνοντες ἄγωσι, wo die Völker in Rechtsentscheidungen feiern; εἴσεται κατὰ σελήνην ὡς ἄγειν χρὴ τοῦ βίου τὰς ἡμέρας Ar. Nub. 616, wie man die Tage hinbringen, auf die Geschäfte vertheilen muß; οἵαν ἡμέραν ἄγουσι Xen. Cyr. 7, 1, 7; den Tag zubringen, wie ποίας ἡμέρας με δοκεῖς ἄγειν Soph. El. 258; vgl. λυπηρὰν ἡμέραν ἄγ. Eur. Hec. 364 mit βίοτον ἡδέως ἄγ, Cycl. 452, αἰῶνα Ion. 638, μακάρεσσιν ἴσαν ἄγω ἁμέραν Theocr. 29, 7; ἄγει ἡ σελήνη νουμηνίαν Plut. Dio. 23; τὰς ϑέας ἄγειν, von Spielen, Brut. 21; οὕτω γὰρ ᾑγε τοὺς χρόνους τὸ Ἀχαιῶν ἔϑνος, so rechnete die Zeit, Pol. 5, 1. Dah. zur Bestimmung des Lebensalters, τὸ δέκατον ἔτος ἄγειν, im zehnten Jahre stehen. Bestimmter σχολὴν ἄγειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Plat. Theaet. 172 b, Eur. Med. 1238 u. sonst; ebenso oft ἡσυχίαν, εἰρήνην, Friede halten, z. B. Xen. Cyr. 1, 4, 18 An. 2, 6, 4; πόλεμον, Krieg führen, Dem. 5, 19; νεῖκος ἄγει Pind. P. 9, 31, σπονδάς Thuc. 6, 7, ἐκεχειρίαν πρός τινα Luc. Tim. 3, εὐδαιμονίαν Eur. Hipp. 750, ἀσχολίαν Plat. Apol. 39 e, γέλων ἄγειν, Gespött treiben, Soph. Ai. 375; ὕπνον ἄγ., Schlaf bewirken, Phil. 634; ἄδειαν Dem. 19, 149, sorglos sein; πένϑος Luc. Tim. 22; κτύπον, Geräusch machen, Eur. Or. 180. Bei Plat. Crit. 113 a ist εἰς τὴν ἡμετέραν φωνὴν ἄγειν = übersetzen. – Das partic. ἄγων steht in lebhafter Darstellung, schon bei Hom., oft scheinbar pleonastisch bei Zeitwörtern der Bewegung. – Med. für sich führen, mit bringen, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσϑαι Od. 10, 35; φορτία Xen. Oec. 8. 12; – γυναῖκα ἄγεσϑαι, sich eine Frau heimführen, Her. 1, 34. 2, 47; auch vom Vater, der dem Sohne eine Frau zuführt, Od. 4, 10; Plut. Cat. mai. 34; auch ohne γυναῖκα, Her. 5. 92; Thuc. 8, 21. Das act. in derselben Bdtg hat Aesch. Prom. 558; etwas anders ἐπὶ γάμῳ τὴν βασιλέως ϑυγατέρα ἦγεν, er führte sie zur Hochzeit ab, Xen. An. 2, 4, 4; Ἑλένην εἰς ϑαλάμους Eur. Androm. 104, vgl. Herc. Fur. 12; Hes. Th-410; Plat. Legg. VI, 771 e; Plut. Sol. 20; Arr. 7, 4, 12; – δῶρον ἄγεσϑαι, sich ein Geschenk zueignen, Theocr. 1, 11; – διὰ στόμα ἄγεσϑαι μῠϑον, eine Rede im Munde führen, Il. 14, 91; – ἄγεσϑαί τι ἐς χεῖρας, etwas in die Hände nehmen, übernehmen, Her. 1, 126; στράτευμα, den Oberbefehl über das Heer, 7, 8; τὴν τελετήν, sich einweihen lassen, 4, 79; – κόλπος γῆς ἄγεται ist pass., es bildet sich ein Landzipfel, 4, 99. – Der imperat. ἄγε u. plur. ἄγετε wird adverb. bei Aufforderungen gebraucht, auf! wohlan! age! agite! der sing. steht auch in der Anrede an Mehrere, Odyss. 3, 475 παῖδες ἐμοί, ἄγε Τηλεμάχῳ καλλίτριχας ἵππους ζεύξαϑ' ὑφ' ἅρματ' ἄγοντες; oft mit ἀλλά, Odyss. 8, 250 ἀλλ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, παίσατε, Iliad. 1, 62 ἀλλ' ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν, 2, 331 ἀλλ' ἄγε μίμνετε πάντες, ἐυκνήμιδες Ἀχαιοί; Odyss. 1, 76 ἀλλ' ἄγεϑ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεϑα πάντες νόστον; – ἄγε δὴ ἀκούσατε ἄλλα Aesch. Pers. 136; Soph. Trach. 1245; Eur. Cycl. 623; Xen. Apol. 14; ἄγε παῖδες Plut. de san. tu. p. 404; ἄγετε τοίνυν καταλείπωμεν Xen. Cyr. 5, 3, 16.
-
13 δέω
Aδεόντων Od.12.54
codd. (v. δίδημι): [tense] fut. δήσω: [tense] aor. ἔδησα, [dialect] Ep.δῆσα Il.21.30
: [tense] pf.δέδεκα D.24.207
, v.l. δεδηκότας in Aeschin.2.134: [tense] plpf.ἐδεδήκει And.4.17
(prob.):—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf.δέοντο Il.18.553
: [tense] aor.ἐδησάμην 24.340
, al.; [dialect] Ep.[ per.] 3sg. δησάσκετο ib.15: —[voice] Pass., [tense] fut.δεθήσομαι D.24.126
,131, etc., , X.Cyr.4.3.18; δεδέσομαι f.l. in Aristid.Or.41(4).7: [tense] aor.ἐδέθην D.24.132
, etc.: [tense] pf. δέδεμαι (v. infr.): [tense] plpf.ἐδεδέμην And.1.48
; [dialect] Ep.δέδετο Il.5.387
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐδεδέατο Hdt.1.66
, etc.—In this Verb, though a disyll., εο and εω are occas. [var] contr. τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι, Pl.Cra. 419b, 421c;δοῦσα Din.Fr.89.15
:—bind, tie, fetter,δεσμῷ τινα δῆσαι Il.10.443
, etc.;ἐνὶ δεσμῷ 5.386
, etc.; ἐν πέδαις (v.l. ἐς πέδας) Hdt.5.77;δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας.. ἱμᾶσιν Il.21.30
;δ. τινὰ χεῖράς τε πόδας τε Od. 12.50
; δ. ἔκ τινος to bind from (i.e. to) a thing,ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμᾶσι δέδεντο Il.10.475
, cf. Hdt.4.72; δῆσαί τινα ξύλῳ or ἐν ξύλῳ (cf.ξύλον 11.2
);ἐν κλίμακι Ar.Ra. 619
; δ. κύνα κλοιῷ tie a clog to a dog, Lex Solonisap.Plu.Sol.24, cf. E.Cyc. 234;δ. τινὰ πρὸς φάραγγι A.Pr.15
; πρὸς κίονα, κίονι, S.Aj. 108, 240(lyr.);δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Th.4.47
; δεδέσθαι ἐν τῆ ποδοκάκκῃ Lex Solonisap.D.24.105.2 alone, bind, keep in bonds, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; says Hephaistos, pointing to the nets in which he had caught Ares, Od.8.352;αὐτὸς δ' ἔδησε πατέρα A.Eu. 641
;δήσαντες ἔχειν τινάς Th.1.30
; δησάντων αὐτὸν οἱ ἕνδεκα Lex ap.D.24.105, etc.3 metaph., bind, enchain,γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Thgn.178
;κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ψυχὰ δ. λύπῃ E.Hipp. 160
(lyr.); later, bind by spells,τὸ στόμα AP11.138
(Lucill.), cf. Tab.Defix.96,108.4 c. gen., hinder from a thing,ἔδησε κελεύθου Od. 4.380
, 469.5 Medic., harden, brace up, Hp.Off.17, etc.II [voice] Med., bind, tie, put on oneself, ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα tied them on his feet, Il.2.44, etc.:—[voice] Pass., περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας.. δέδετο he had greaves bound round his legs, Od. 24.228. (Cf. Skt. ditá 'bound', dā´ma 'bond'.)------------------------------------A : [tense] aor.ἐδέησα Lys. 30.8
, [dialect] Ep. δῆσα only Il.18.100: [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] fut.δεήσομαι Th.1.32
, etc., [dialect] Dor.δεοῦμαι Epich.120
; later , Plu.2.213c, etc.: [tense] aor.ἐδεήθην Hdt.4.84
, Ar.Pl. 986, etc.: [tense] pf.δεδέημαι X.An.7.7.14
, Is.8.22 (the forms δεήσω, etc., compared with the [dialect] Ep. ἐδεύησα, δεύομαι, point to root δεϝ):—lack, miss, stand in need of, c. gen.,ἐμεῖο δὲ δῆσε.. ἀλκτῆρα γενέσθαι Il.
l.c. (elsewh. Hom. uses δεύω, q.v.); , cf. X.Mem.4.2.10.2 freq. in [dialect] Att., πολλοῦ δέω I want much, i.e. am far from, mostly c. inf. [tense] pres., πολλοῦ δ. ἀπολογεῖσθαι I am far from defending myself, Pl.Ap. 30d;πολλοῦ δεῖς εἰπεῖν Id.Men. 79b
;π. δ. ἀγνοεῖν Id.Ly. 204e
;π. γε δέουσι μαίνεσθαι Id.Men. 92a
; alsoμικροῦ ἔδεον ἐν χερσὶν εἶναι X.HG4.6.11
, cf. Men. Georg.25;τοσούτου δέω ἱκανὸς εἶναι λέγειν ὥστε.. Lys.17.1
;τοσούτου δέουσι μιμεῖσθαι Isoc.14.17
(alsoτοσοῦτον δέω εἰδέναι Pl.Men. 71a
); παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν v.l. in Isoc.17.42; simplyἐδέησα κινδύνῳ περιπεσεῖν Alciphr.3.5
: abs., πολλοῦ γε δέω I am far from it, Pl.Phdr. 228a;τοῦ παντὸς δέω A.Pr. 1006
;παντὸς δεῖ τοιοῦτος εἶναι Pl.Sph. 221d
(impers. πολλοῦ δεῖ, etc., v. δεῖ 11.1. b): in part.,παλαστῆς δεόντων τεττάρων ποδῶν IG12.373.8
;μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα D.27.35
; the part. is freq. used to express numerals compounded with 8 or 9,ἀνδράσιν ἑνὸς δέουσι τριάκοντα IG12.374.413
; δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα forty lacking two, thirty-eight, Hdt.1.14;πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη Th.2.2
; ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος the 20t h year save one, the 19th, Id.8.6;δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν X.HG1.1.5
: later, the inf. stands abs., περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα fifty save one, Arist.Rh. 1390b11: part. in gen., ;πόλεων δυοῖν δεούσαιν ἑξήκοντα D.L.5.27
;ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plu.Pomp.79
.3 part. δέων, δέουσα, as Adj., fit, proper,ὁ καιρὸς οὐκ ἔστι χρόνος δέων Arist. APr. 48b36
;τοῖς δέουσι χρόνοις IG12(3).247.11
([place name] Anaphe); ἡ δέουσα ἑκάστων χρῆσις Hierocl.p.61 A., etc.: esp.freq.in neut., v. δέον.4 δεῖ impers., v. h. v.II Dep. [full] δέομαι: [var] contr.δῆσθε Sophr.46
, part.δεύμενος Id.36
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐδεήθην: always personal, and used by Hom. only in form δεύομαι (v. δεύω B):1 abs., to be in want or need, require, mostly in part.,κάρτα δεόμενος Hdt.8.59
; οἱ δεόμενοι the needy, opp. οἱ κεκτημένοι τὰς οὐσίας, Isoc. 6.67.b stand in need of, want, c. gen., Hdt.1.36, etc.;τὰ σὰ δεῖται κολαστοῦ.. ἔπη S.OT 1148
; ῥώμης τινὸς δ. ib. 1293; οὐδὲν δεῖσθαι τροφῆς have no need of.., Th.8.43; ἤν τι δέωνται βασιλέως if they have any need of him, ib.37: c. inf.,τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν Pl.R. 392d
, cf. Euthd. 275d, etc.; τὰ πράττεσθαι δεόμενα things needing to be done, X.Cyr.2.3.3; necessaries,IG
2.573.4; ἐπισκευάσαι τὰ δεόμενα parts needing repair, ib.22.1176.15; the point threatened,Plb.
15.15.7; δεῖται impers., v. δεῖ.2 beg a thing from a person, c. dupl. gen. rei et pers.,τῶν ἐδέετο σφέων Hdt. 3.157
, cf. Th.1.32, etc.;μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; S.OC 1170
: freq. with neut. Pron. in acc.,τοῦτο ὑμῶν δέομαι Pl.Ap. 17c
, cf. Smp. 173e, etc.: c. acc. cogn., δέημα, or oftener δέησιν, δεῖσθαί τινος, Ar.Ach. 1059, Aeschin.2.43, etc.: also c. acc. rei only, ξύμφοραδ. Th.1.32
;δυνατά τινος Pl.Prt. 335e
;δίκαια καὶ μέτρια ὑμῶν D.38.2
;διαπράξωμαι ἃ δέομαι X.An.2.3.29
: with gen. pers. only, δεηθεὶς ὑμῶν having begged a favour of you, D.21.108: c.gen.pers. et inf., , cf. Pl.Prt. 336a, etc.;δ. τινὸς ὥστε.. Th.1.119
;ὅπως.. Plu.Ant.84
: rarely c. acc. pers., : parenthetic, I pray, Ge.44.18.------------------------------------δέω (C),A = δήω (A), Alc.102. -
14 ἄγω
Aἄγεσκον Hdt.1.148
, A.R.1.849: [tense] fut.ἄξω Il.1.139
, etc.: thematic [tense] aor. imper.ἄξετε Il.3.105
, inf. ἀξέμεναι, -έμεν, Il.23.50, 111: [tense] aor. 2ἤγαγον Il.6.291
, etc., opt.ἀγαγοίην Sapph.159
: [tense] aor. 1 ἦξα rare, , part.ἄξας Batr. 119
, inf. : [tense] pf. (Abu Simbel, vii/ vi B. C.), Plb.3.111.3, ([etym.] προ-) D.19.18, ([etym.] συν-) X.Mem.4.2.8; (Sigeum, iii B.C.), etc., [dialect] Dor.συν-αγάγοχα Test.Epict.3.12
; , J.BJ1.30.1, Alex.Fig.1.11, etc. (also in compds., ([etym.] εἰσ-) Ps.-Philipp. ap. D.18.39, ([etym.] κατ-) Decr.ib.73);ἀγείοχα PTeb.5.193
(ii B. C.), etc.; ἀγέωχα ([etym.] δι-) CIG4897d (Philae, i B. C.), PTeb.5.198 (ii B. C.), etc.: [tense] plpf.ἀγηόχει Plb.30.4.17
:—[voice] Med., [tense] fut.ἄξομαι Hom.
, Hdt., Trag.: them. [tense] aor. 1ἄξοντο Il.8.545
, imper. ἄζεσθε ib. 505: also ἀξάμην ([etym.] ἐσ-) Hdt.5.34, ([etym.] προεσ-) 1.190, 8.20: [tense] aor.2ἠγαγόμην Hom.
, etc., [ per.] 2sg. (Cret.):—[voice] Pass., [tense] fut. , ([etym.] προσ-) Th.4.87, etc.; ἄξομαι in pass. sense, A.Ag. 1632, Pl.R. 458d, ([etym.] προσ-) Th.4.115, etc.: [tense] aor. 1ἤχθην X.An.6.3.10
, [dialect] Ion.ἄχθην Hdt.6.30
, part.ἀχθείς Hippon. 9
: [tense] pf. ἦγμαι Hdt 2.158, D.13.15; also in med. sense, v. infr. B.2.I lead, carry, fetch, bring, of living creatures, φέρω being used of things,δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι.. γυναῖκα, καὶ τρίποδα.. φέρειν Il.23.512
; βοῦν δ' ἀγέτην κεράων by the horns, Od.3.439; ἄ. εἰς or πρὸς τόπον, poet. also c. acc. loci, νόστοι δ' ἐκ πολέμων ἀπόνους (sc. ἄνδρας).. ἆγον οἴκους A.Pers. 863
(lyr.);Ἅιδας.. ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν S.Ant. 811
(lyr.);ἄ. τινά τινι Od.14.386
;ἵππους ὑφ' ἅρματ' ἄ. 3.476
, cf. A.Pr. 465.b part. ἄγων taking,στῆσε δ' ἄγων Il.2.558
, cf. Od.1.130, S.OC 1342, etc.2 take with one,ἑταίρους Od.10.405
, cf. S.OC 832, etc.; τι Il.15.531, Hdt.1.70; of a wife, A.Pr. 559 (lyr.) (more usu. [voice] Med., q.v.).3 carry off as captives or booty, Il.1.367,9.594, A. Th. 340, etc.;ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Hdt.6.30
; ἀγόμενος, i.e. δοῦλος, Archil.155, cf. E.Tr. 140, Pl.Lg. 914e; Δίκην ἄγειν to lead Justice forcibly away, Hes.Op. 220;ἡ ἐπιθυμία ἄγει Arist.EN 1147a34
; of a fowler,φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει S.Ant. 343
: esp. in phrase ἄ. καὶ φέρειν harry, ravage a country, first in Il.5.484 οἷόν κ' ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν, cf. 23.512 sq.; freq. in Hdt. and [dialect] Att. Prose:—in [voice] Pass.,ἀγόμεθα, φερόμεθα E.Tr. 1310
, cf. Ar.Nu. 241: more rarely reversed,φέρουσί τε καὶ ἄγουσι Hdt. 1.88
;ἔφερε καὶ ἦγε πάντας Id.3.39
: c. acc. loci,φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα X.HG3.2.2
; ib.5; ἄ. alone, ravage, IG9(1).333 ([dialect] Locr., v B. C.): —but φέρειν καὶ ἄγειν sts. means simply bear and carry, bring together, Pl.Phdr. 279c; τὴν ποίησιν φέρειν τε καὶ ἄγειν, i.e. bring it into the state, Id.Lg. 817a, cf. X.Cyr.3.3.2.4 ἄ. εἰς δίκην or δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστάς to carry one before a court of justice, freq. in [dialect] Att.,πρὸς τὴν δίκην ἄ. E.Fr. 1049
;ὑπ' ἐπίγνωσιν ἀχθῆναι PTeb.28.11
(ii B. C.); simply , etc.;ἐπὶ θανάτῳ ἄ. X.An.1.6.10
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18
, cf. PTeb.331.16 (ii A.D.);φόνου ἄγεσθαι Plu.2.309e
.b [voice] Pass., to be confiscated, τὰ κτήνη ἀχθήσεται πρὸς τὰ ἐκφόρια (to meet the rent) PTeb.27.75 (ii B. C.).5 of ships, carry as cargo, import, [ οἶνον]νῆες ἄγουσι Il.9.72
, etc.; ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι (i.e. σύν οἱ) Od.14.296.6 draw on, bring on,πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες Il.24.547
;Ἰλίω φθοράν A.Ag. 406
(lyr.);τερμίαν ἁμέραν S.Ant. 1330
(lyr.); ; ; .II lead towards a point, lead on,τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε Il.13.602
;κῆρες ἄγον θανάτοιο 2.834
;οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El. 1035
: also c. inf., ἄγει θανεῖν leads to death, E.Hec.43: c. acc. cogn.,ἄγομαι τάνδ' ἑτοίμαν ὁδόν S.Ant. 877
(lyr.); ὁδὸς ἄγει the road leads, Heraclit.71, S.OT 734, Tab.Heracl.1.16, etc.: metaph., tend,ἐπὶ τὸ ἄκρον Pl.Lg. 701e
.2 lead, guide, esp. in war,λαόν Il.10.79
; ἄ. στρατιάν, ναῦς, etc., Th.7.12, 8.59, etc., cf. X.An.4.8.12; henceabs., march,θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε Th.7.81
, cf. X.HG4.2.19, etc.: simply, go,ἄγωμεν Ev.Marc. 1.38
; of the gods, etc., guide, Pi., Hdt., etc.;ἐπ' ἀρετήν E.Fr. 672
;διὰ πόνων ἄγειν τινά Id.IT 988
.3 manage,νόῳ πλοῦτον Pi.P.6.47
;πολιτείαν Th.1.127
; τὴν σοφίαν conduct philosophical inquiry, Pl.Tht. 172b; of reasoning,ἀγαγεῖν τοὺς λόγους Arist.APr. 47a21
; εἰς τὸ ἀδύνατον ἄ. ib. 27a15 (v.l. ἀπάγοντας):—[voice] Pass., to be led, guided, ; .5 bring up, train, educate,ἀγόμενοις ὀρθῶς Pl.Lg. 782d
;ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγήν Plu.Ages.1
; of animals, train, X.Mem.4.1.3.6 reduce,ἐς βραχὺ τὴν ἀρχήν Hp. VM1
;ἐς τὸ ἥμισυ Id.Mul.1.78
; of propositions,εἰς ῥᾳδιξστέραν κατασκευήν Papp.1076.6
.III draw out in length, τεῖχος ἄ. to draw a line of wall, Th.6.99;μέλαθρον εἰς ὀρόφους AP9.649
(Maced.);ὄγμον ἄ. Theoc.10.2
; ἄ. γραμμάς to draw lines, Arist.Top. 101a16; ἤχθωσαν κάθετοι let perpendiculars be drawn, Mete. 373a11; ἄ. ἐπίπεδον describe a plane, Archim.Sph.Cyl.1.7, etc.:—[voice] Pass.,ἦκται ἡ διῶρυξ Hdt.2.158
, cf. Th.6.100; κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς, i.e. when the land forms a bight, Hdt.4.99.IV hold, celebrate, Ἀπατούρια, ὁρτήν, Hdt. 1.147, 183 (more usu. ἀνάγειν); freq. in [dialect] Att.,ἄ. ἀγῶνα IG1.53.33
;θυσίαν, θεωρίαν Isoc.19.10
; ; , cf. LXX To.11.19 ([voice] Pass.);ἐκκλησίαν Plu.Aem.30
:—[voice] Pass.,ἀγοραῖοι ἄγονται Act.Ap.19.38
.2 keep, observe a date,ἄ. τὴν ἡμέραν ταύτην πάντα τὸν χρόνον Th.5.54
, cf. Men.521;κατὰ σελήνην τὰς ἡμέρας Ar.Nu. 626
; reckon,τοὺς ἐνιαυτοὺς καθ' ἥλιον Gem.8.6
.3 keep, observe,ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pi.P. 6.20
;σπονδὰς ἄ. πρός τινας Th.6.7
; , etc.: c. acc., as periphr. for a neut. Verb, σχολὴν ἄγειν, = σχολάζειν, E.Med. 1238, Pl.R. 376d; ἡσυχίαν ἄ., = ἡσυχάξειν, X.An.3.1.14;ἄ. ἀπαστίαν Ar. Nu. 621
; κρύψιν ἄ., of stars betw. setting and rising, Autol.2.9; keep up, sustain, maintain,νεῖκος Pi.P.9.31
; γέλωτ' ἄγειν to keep laughing, S.Aj. 382;ἄ. κτύπον E.Or. 182
(lyr.); with predicate, maintain,ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα D.9.36
.4 of Time, pass,ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87
; ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; S.El. 266;ὁ βίος οὑμὸς ἑσπέραν ἄγει Alex.228
, cf. ὥραν ἄγειν to be ripe,τῆς γαστρὸς ὥραν ἀγούσης Philostr.VA2.14
; ὥραν ἦγε θανάτου Chor.p.38B.;τῆς ἡλικίας ἄγον τὸ ἄνθος Id.p.53
B.;τέταρτον ἔτος ἄγων καὶ τριακοστόν Gal.Lib. Propr.1
.V hold account, treat,ἄ. ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7(6).22
; ἐν τιμῇ ἄγειν or ἄγεσθαι, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἄ., περὶ πλείστου ἄ., Hdt.1.134, 2.172, 9.7, etc.; θεοὺς ἄ. to believe in, A.Supp. 924; διὰ τιμῆς ἄ. τινά, etc., Luc. Prom.Es4, etc.;τὸ πρᾶγμ' ἄ... ὡς παρ' οὐδέν S.Ant.34
;τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄ. τοῦ Βακχίου E.Ba. 225
;τιμιώτερον ἄ. τινά Th.8.81
;εὐεργεσίας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄ. D.18.316
:—with Adverbs, ;ἐντίμως ἄ. Pl.R. 528c
, etc.:—[voice] Pass., .VI draw down in the scale, hence, weigh, ἄ. μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, etc., weigh a mina, 300 darics, etc., D.22.76, 24.129, cf. Philippid.9.4, etc.;ἄ. πλέον Arist.Pr. 931b15
;ἄ. σταθμόν Plu.2.96b
.VII on ἄγε, ἄγετε, v.s. vocc.B [voice] Med. ἄγομαι, carry away for oneself,χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od.10.35
; take with one, 6.58, E.Heracl. 808, etc.; of a ship's cargo, D.35.20; take to oneself,δῶρον Theoc.1.9
, cf. 11; take upon oneself,ἄγεσθαι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79.2 ἄγεσθαι γυναῖκα take to oneself a wife, Od.14.211;γυναῖκα ἄ. ἐς τὰ οἰκία Hdt.1.59
, etc.;ἄγεσθαί τινα ἐς δῶμα Hes.Th. 410
; simply ἄ. marry, Hdt.2.47, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. ἦγμαι is used in this med. sense, J.AJ14.12.1; of the father, bring home a wife for his son, Od.4.10, Hdt.1.34; of a brother, Od.15.238; of friends of the bridegroom and bride, Od.6.28, Hes.Sc. 274: later in [voice] Pass. of the wife, PGnom. 138 (ii A.D.). -
15 ὠθέω
A (troch.), D.9.65, ([etym.] ἐξ-) Th. 7.52, etc., and ἐώθει even in h.Merc. 305; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὤθει Il.21.241
; [dialect] Ion.ὤθεσκε Od.11.596
: but is f.l. for ὠθεῖ ([place name] Kirchhoff): [tense] fut. , Ar.Ec. 300 (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Aj. 1248; but , Andr. 344, and always in Prose;ἀπ-ώσω Od.15.280
, [dialect] Ep. inf.ἀπ-ωσέμεν Il.13.367
: [dialect] Att. [tense] aor. , etc., ([etym.] ἐξ-) S.OC 1296, 1330, etc.; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὦσα Il.1.220
, Hdt.7.167, [dialect] Ep.ὤσασκε Od.11.599
; butἔωσα Il.16.410
, ([etym.] ἀπ-) Od.9.81; laterὤθησα Ael.NA13.17
, etc.: [tense] pf. ἔωκα ([etym.] ἐξ-) Plu.2.48c: [tense] plpf. ἐώκει ([etym.] ἐξ-) Id.Brut.42:—[voice] Med., [tense] fut. ὤσομαι ([etym.] ἀπ-) S.El. 944, etc., ([etym.] δι-) A.Fr.199.9, etc.:—[dialect] Att. [tense] aor.ἐωσάυην Th.4.43
, Ar.V. 1085 (troch., with vv. ll.); [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὠσάμην Il.16.592
, Hdt.9.25, v.l. in Ar.V.l.c.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.l. ὠθήσομαι), ([etym.] ἐξ-) D.24.61: [dialect] Att. [tense] aor. ἐώσθην ([etym.] ἐξ-) X.HG2.4.34, etc.; later ὤσθην ([etym.] ἐξ-) Arr.An.4.25.3, Plot.4.4.45: [dialect] Att. [tense] pf.ἔωσμαι X.Cyr.7.1.36
, ([etym.] ἀπ-, περι-) Th.2.39, 3.57; [dialect] Ion. part.ἀπωσμένος Hdt.5.69
:— thrust, push,I mostly of human force, as of Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον he kept pushing it.., Od.11.596, cf. 599; ; [ἔγχος] ὑπὲκ δίφροιο pushed it away from.., Il.5.854;ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε ξίφος 1.220
; ; τὸν δε' Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε χειρί ib. 694, cf. 13.193;ὦσαί [τινα] ἀφ' ἵππων 5.19
; ἀφ' ἵππων χαμᾶζε ib. 835, etc.; so ὦσαι ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ rush into the fire, Hdt.7.167; ὠ. τινα ἐπὶ κεφαλήν throw him headlong down, Pl.R. 553b ([voice] Pass.,ὠθέεσθαι ἐπὶ κ. Hdt.7.136
);ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc.DMort.27.1
;πετρῶν ὦσαι κάτω E.Cyc. 448
, cf. Pl.Phdr. 229c;εἰς λιθοτομίας D.53.17
: freq. of weapons, ὠ. ξίφος δἰ ἀμφοτέρων thrust it through both, Hdt.3.78; ; ;φάσγανον δἰ ἥπατος Id.Med. 379
;ξίφος πρὸς ἧπαρ Id.Hel. 983
;δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων Id.Cyc. 485
(anap.), cf. 636; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε θύραζε forced it out from the thigh, Il.5.694; τὸ ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα stuff it into his mouth, Thphr.Char.2.4: τὴν θύραν ὠθεῖ forces the door, Ar.V. 152, cf. Lys.1.24; : sts. of other than human force, as of a stream,ὦσε δὲ νεκρούς Il.21.235
, cf. 241; of the wind,Νότος μέγα κῡμα ποτὶ.. ῥίον ὠθεῖ Od.3.295
; [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Metagen.6.3;ὠ. κολόκυμα Ar.Eq. 692
: metaph., .3 thrust out, banish,ὠ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ S.OT 1382
; ; ; ;ἔξω τινὰ φυγάδα Pl.R. 560d
; σπονδῶν ἄπο, ἀπὸ τῶν ἱερῶν, E.Ba.46, Aeschin. 2.86;ὠ. τινας ἀθάπτους S.Aj. 1307
:—[voice] Pass.,ὠθούμεθ' ἔξω Id.Fr.583.7
.4 metaph., ὠ. τὰ πρήγματα push matters on, hurry them, Hdt.3.81;ἐπιθυμία ὠθεῖ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV 1250a24
.5 abs., ὦσα παρέξ pushed off from land, Od.9.488;ὤθει βιαίως E.Tr. 356
, cf. X.HG7.4.31; τὸ ὠθοῦν the motive power, Pl.Cra. 401d.II [voice] Med., mostly in [tense] aor., thrust or push away from oneself, force back, esp. in battle, freq. in Il., ;τείχεος ἂψ ὤσασθαι 12.420
; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, 8.295, 16.655;τὴν ἵππον ὤσαντο Hdt.9.25
, cf. 3.72, 6.37;ὤσασθαί τινας κατὰ βραχύ Th.4.96
;ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Id.6.70
, etc.; once in Trag., E.IT 326: of a horse, throw its rider, Thgn.260 (s.v.l.).2 intrans., push, press forward, Th.4.11,35, Plu.Ages.32;ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν X.HG7.1.31
;πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθεῖσθαι Pl.Euthd. 294d
;εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plu.Thes.5
.III [voice] Pass., to be thrust, pushed, or forced, rush or fall violently,ἐπὶ κεφαλήν Hdt.
(v. supr.1.1); ; , etc.;ἱδρῶτες ταχέως ὠθούμενοι Hp.Aph.7.85
.2 [voice] Med., crowd, throng, jostle, X.Cyr.3.3.64;ὠ. ὥσπερ ὕες Theoc.15.73
, cf. Arist.HA 572b25: impers. in [voice] Pass., ἐπὶ μέζον ὠθεῖται the crush gets worse, Herod.4.54. -
16 αγω
I.II.III.(impf. ἦγον - эп. ἄγον, fut. ἄξω - дор. ἀξῶ, aor. 1 ἦξα, aor. 2 ἤγαγον, pf. ἦχα, ppf. ἀγηόχει; pass.: fut. ἀχθήσομαι и ἄξομαι, aor. 1 ἤχθην - ион. ἄχθην, pf. ἦγμαι; adj. verb. ἀκτέον)1) вести(βοῦν κεράων Hom.; ἵππον τῆς ἡνίας, τὸ στράτευμα τέν ἐπὴ Μέγαρα (sc. ὁδόν) Xen.; τινὰ παρά τινα Plat.)
ὁδὸς ἥ ἐπὴ τοῦτο ἄγουσα Plat. — ведущая к этому дорога;σχιστέ ὁδὸς ἐς ταὐτὸ ἄγει Soph. — разошедшиеся дороги сходятся;ἄγομαι τάνδ΄ ὁδόν Soph. — я вынужден идти по этому пути2) гнать, изгонять(τινὰ ἔκ τινος Eur.)
3) предводительствовать, командовать, управлять, руководить(ἄρχειν καὴ ἄ. Plat.)
τὰς Φοινίσσας ναῦς ἄξων Thuc. — командуя финикийским флотом;τέν πολιτείαν ἄ. Thuc. — управлять государством;θεῶν ἀγόντων Soph. — по воле богов;ἥ πεπρωμένη ἄγει θανεῖν τινα Eur. — судьба определила кому-л. умереть;τοῖς ἔξωθεν λόγοις ἠγμένος Dem. — руководствуясь посторонними соображениями4) привозить, приносить, доставлять(οἶνον Hom.; ἀγώγιμα Plat.)
πλοῖα τὰ ἡμᾶς ἄξοντα Xen. — суда для перевозки нас5) проводить, прокладывать(ὄγμον Theocr.; τάφρον Plut.)
ἐπὴ τὸν τόπον τινὰ ἄ. ὕδωρ Plat. — проводить воду в какое-л. место;γραμμὰς ἄ. μέ ὡς ἂν ἀχθείησαν Arst. — чертить линии не так, как они должны были бы быть начерчены;ἄξειν τὸ τεῖχος Thuc. — построить стену;κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς ταύτης Her. — поскольку эта область образует залив6) приводить, подводить, доводитьαὐτέν ἐς θρόνον εἶσεν ἄγων Hom. — он подвел ее и посадил в кресло;
ἄγεσθαι γυναῖκα Her. — приводить к себе жену, т.е. жениться;οὔτε ἐκδοῦναι οὐδ΄ ἀγαγέσθαι παρά τινων Thuc. — не выдавать замуж за кого-л. и не жениться (на их дочерях);τὸν υἱὸν ἧκεν ἄγων Xen. — он прибыл с сыном;ἄ. τινὰ εἰς δίκας (εἰς τέν δίκην) Xen. или εἰς δικαστήριον (εἰς κρίσιν, ἐπὴ τοὺς δικαστάς) Plat. — приводить кого-л. на суд;ἐπειδάν σου ἐπιλαβόμενος ἄγῃ Plat. — после того, как тебя схватят и приведут на суд;φόνου ἄγεσθαι Plut. — быть преданным суду за убийство;εἰς μέγαν φόβον ἄ. τινά Polyb. — приводить кого-л. в ужас;εἰς οἶκτον ἄ. τινά Eur. — внушать кому-л. сострадание;εἰς μνήμην ἄ. τι καὴ παράδοσιν τοῖς ἐπιγινομένοις Polyb. — увековечивать что-л. в памяти потомства;εἰς φῶς ἄ. τι Plat. — выводить на свет, перен. разоблачать что-л.7) уводить или уносить, угонять(ἵππους, αἰχμαλώτους καὴ ἄνδρας, λείαν Xen.)
ἄ. εἰς δουλείαν Aeschin. — уводить в рабство;ἄ. καὴ φέρειν Her., Xen. — или φέρειν καὴ ἄ. Isocr., Xen. (τι и τινά) грабить, разорять, но тж. φέρειν καὴ ἄ. Xen., Plat. нести с собой;ἄγεσθαι, φέρεσθαι Eur. — подвергаться (полному) разграблению;ἐς δεσμοὺς ἄ. τινά Eur. — заключать в оковы (бросать в темницу) кого-л.8) вести (дела), делать, заниматься, производитьἄ. πόλεμον Dem. — вести войну;
εἰρήνην ἄ. Xen., Plat. — жить в мире;σχολέν ἄ. Plat. — пользоваться передышкой;ἀσχολίαν ἄ. Plat. — быть занятым, заниматься делом;δεχημέρους σπονδὰς ἄ. πρός τινας Thuc. — иметь десятидневное перемирие с кем-л.;γέλωθ΄ ὑφ΄ ἡδονῆς ἄ. Soph. — смеяться от удовольствия;ἀληθὲς ἄ. τὸ πένθος Luc. — испытывать неподдельную скорбь;πᾶσαν ἄδειαν ἄ. Dem. — быть в полной безопасности;κτύπον ἄ. Eur. — производить шум, шуметь;ἐλεύθερον ἄ. τινά Dem. — охранять чью-л. свободу;κλέος τινὸς ἄ. Hom. — прославлять кого-л.;εἰς τέν φωνήν τινος ἄ. τι Plat. — переводить что-л. на чей-л. язык;ἐς χεῖρας ἄγεσθαί τι Her. — принимать что-л. на себя, браться за что-л.;μῦθόν τινα διὰ στόμα ἄγεσθαι Hom. — говорить что-л.;ἀλήθειαν ἄ. Hes. — говорить правду;ἥ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plut. — было полнолуние9) считать, ставить, ценить(θεόν τινα Luc.)
τέν σοφίαν ἄ. (τι) Plat. — считать что-л. мудростью;πρόσθεν ἄ. τινά τινος Eur. — ставить кого-л. выше кого-л.;περὴ πλείστου ἄ. ποιεῖν τι Her. — считать какое-л. дело самым важным;τὸ πρᾶγμ΄ ἄ. οὐχ ὡς παρ΄ οὐδέν Soph. — придавать этому немалое значение;ἠγόμην ἀνέρ μέγιστος Soph. — я считался первым человеком;ἐν τιμῇ ἄγεσθαί τινα Her. — почитать кого-л.;εἰς ἐθελοκάκησιν ἄ. τι Polyb. — считать что-л. злонамеренным поступком10) притягивать, привлекатьὁ Μαγνήσιος λίθος τοὺς δακτυλίους σιδηροῦς ἄγει Plat. — магнит притягивает железные кольца;
λόγῳ τινὴ ἄ. τινά Eur. — завлекать кого-л. под каким-л. предлогом;ἄγεσθαί τινα σύμμαχον Xen. — привлекать кого-л. к военному союзу с собой11) доставлять, причинять(πῆμά τινι Hom.)
ὕπνον κἀνάπαυλαν ἄ. Soph. — давать сон и отдых;ἄ. δάκρυ Eur. — исторгать слезы, доводить до слез12) тянуть вниз, т.е. весить(τριακοσίους δαρεικούς Dem.)
χρυσίδες, ἄγουσ΄ ἑκάστη μνᾶν Dem. — золотые сосуды, весом в мину каждый13) проводить (время), жить(ἡμέρας Soph.; βίοτον ἡδέως Eur.)
κατὰ σελήνην ἄ. τοῦ βίου τὰς ἡμέρας Arph. — вести счет дням по луне, т.е. пользоваться лунным календарем;οὕτως ἦγε τοὺς χρόνους τότε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνος Polyb. — таково было тогда летосчисление у ахейского племени14) выращивать, воспитывать(παῖδας Luc.; σκύλακας Plut.)
καλῶς ἀχθῆναι Plat. — быть хорошо воспитанным;φαύλως ἠγμένος Dem. — дурно воспитанный15) устраивать, справлять(ἑορτήν Hes., Xen., Plat.; θιάσους Eur.)
ἀχθῆναι δεῖ τήμερον τὰ Διονύσια Luc. — сегодня должны быть отпразднованы Дионисии16) (sc. στρατόν, ἑαυτόν и т.п.) идти, двигаться(ταύτῃ, sc. ὁδῷ, ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ἐπὴ τὸ ἄκρον τινὸς ἄ. Plat. — доходить до высшей степени чего-л. - см. тж. ἄγε, ἄγετε
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский